Πρέπει ό άνθρωπος νά αίσθανθή το καλό ώς ανάγκη, γιατί διαφορετικά θά είναι βασανισμένος. Και δέν είναι νά πή κανείς ότι μερικοί δέν μπορούν νά καταλάβουν το καλό ώς ανάγκη. Έγώ δέν μπορώ νά τό δικαιολογήσω αυτό.
Ακόμη και ένα μικρό παιδάκι πέντε χρονών μπορεί νά αίσθανθή τό καλό ώς ανάγκη. Άς πούμε ότι ένα παιδάκι έχει πυρετό. Φέρνουν οι γονείς τον γιατρό και εκείνος τους λέει «κρατήστε τό παιδί γερά» και τάκ-τάκ τού κάνει τήν ένεση. Μετά τό παιδί, μόλις ξαναδή τον γιατρό, βάζει τά κλάματα και φεύγει.
Άν όμως εξ αρχής τού πουν «κοίταξε, είσαι άρρωστο, έχεις πυρετό και δέν θά μπορής ούτε στο σχολείο νά πάς ούτε νά παίξης, ενώ τά άλλα παιδιά παίζουν, άν όμως άφήσης τον γιατρό λίγο νά σε τσιμπήση, θά πέση ό πυρετός και μετά θά μπορής κι εσύ νά πάς νά παίξης», τό παιδάκι αμέσως θά κλείση τά ματάκια του και θά τεντώση μόνο του τό χεράκι. Θέλω νά πώ ότι, άν τό παιδάκι μπορή
νά αίσθανθή τό καλό ώς ανάγκη, πόσο μάλλον ό μεγάλος.
Άπό τήν στιγμή πού ό άνθρωπος καταλάβη τό σωστό, τελείωσε. Νά πούμε ότι σας λέω: «Θά σάς πετάξω κάτω άπό τό παράθυρο». Καταλαβαίνετε τί θά πή αυτό. Και ένας λειψός στο μυαλό καταλαβαίνει ότι, άν πέση ψηλά από το παράθυρο, θα σπάση τά πόδια του. Καταλαβαίνει ποιος είναι ό γκρεμός και ποιο το ϊσωμα· ποιο είναι το καλό καί ποιο τό άσχημο. Ένας μεγάλος πού έχει διαβάσει Πατερικά, Ευαγγέλιο, ξέρει ποιο είναι τό σωστό. Από 'κεϊ καί πέρα θέλει τό κουμπί γύρισμα. Αλλά πολλές φορές λές σέ μερικές ψυχές «γιατί τό κάνεις αυτό;
δεν καταλαβαίνεις ότι δέν είναι σωστό;», καί αρχίζουν: «Νά, δυστυχώς έγώ έτσι είμαι, γιατί νά είμαι έτσι, έτσι ήμουν καί πρώτα». «Άσε τί ήσουν πρώτα. Τώρα πού σοϋ τό λέω, τί κάνεις, γιά νά διορθωθής;». Άλλο αν δέν τις κόβη. 'Αλλά μόνον τό μωρό παιδάκι θά πιάση τό κάρβουνο αντί γιά καραμέλλα, γιατί δέν τοϋ κόβει.
- Γέροντα, πώς ή μητέρα σας πού ήταν τόσο ευαίσθητη καί σας αγαπούσε, σας έδωσε άπό τά πρώτα παιδικά χρόνια αυστηρή αγωγή;
- Άπό μικρός μπορεί ό άνθρωπος νά βοηθηθή, γιά νά συλλαβή τό βαθύτερο νόημα τής ζωής καί νά χαίρεται σωστά. Όταν ήμουν μικρός, τά περνούσα τά παιδιά στο τρέξιμο. Εκείνα δέν μέ άφηναν νά τρέξω, με έδιωχναν.
«Γίροσφυγόπουλο» μέ έλεγαν. Πήγαινα μετά στην μάνα μου μέ κλάματα. «Τί έχεις καί κλαις;», μού έλεγε εκείνη. «Δέν μ' αφήνουν τά παιδιά νά τρέξω», τής έλεγα.
«Θέλεις νά τρέξης; Νά αυλή, τρέξε. Γιατί θέλεις νά τρέχης εκεί, γιά νά σέ βλέπουν οι άλλοι καί νά σοϋ λένε μπράβο; Αυτό έχει υπερηφάνεια». Άλλη φορά ήθελα νά παίξω μέ τό τόπι καί δέν μέ άφηναν τά παιδιά. Πήγαινα πάλι στην μάνα μου κλαίγοντας. «Τί έγινε, γιατί κλαις πάλι;», μέ ρωτούσε. «Δέν μ' αφήνουν τά παιδιά νά παίξω μέ τό τόπι!», τής έλεγα. «Αυλή μεγάλη έχουμε, τόπι έχεις, παίξε έδώ. Τί θέλεις νά σέ βλέπουν οι άλλοι, γιά νά σέ καμαρώνουν; Αυτό έχει υπερηφάνεια».
Τότε σκέφθηκα: «Δίκαιο έχει ή μητέρα». Έτσι σιγά-σιγά δέν ήθελα ούτε νά τρέχω ούτε νά παίζω τό τόπι μπροστά στον κόσμο, γιατί κατάλαβα ότι αυτό είχε μέσα υπερηφάνεια καί έλεγα: «Πράγματι, τί χαμένα πράγματα! Δίκαιο έχει». Ύστερα τόσο πολύ δεν μέ πείραζε, πού, Όταν έβλεπα τα άλλα παιδιά νά τρέχουν, νά χτυπούν τό τόπι και νά καμαρώνουν, γελούσα και έλεγα «τί κάνουν;», και ήμουν μικρό παιδί· τρίτη Δημοτικού πήγαινα. Μετά ζούσα μιά φυσιολογική ζωή. Έτσι τώρα, αν μού πουν «τί προτιμάς, νά άνεβής Αύγουστο μήνα ξυπόλυτος στον Άθωνα μέσα στά πουρναρόφυλλα ή νά πάς σε μιά τελετή πού θά σού φορέσουν μανδύα κ.λπ.;», θά πω ότι προτιμώ νά πάω ξυπόλυτος στον Άθωνα. Όχι από ταπείνωση, άλλα γιατί αυτό μέ αναπαύει.
Οι άνθρωποι πού έχουν υπερηφάνεια δεν βοηθήθηκαν μικροί από τό σπίτι. Τό κοσμικό φρόνημα βασανίζει τον άνθρωπο. Καί αν δεν προσεχθή αυτό και οι γονείς δεν βοηθήσουν τά παιδιά, όταν είναι μικρά, γίνεται μετά κατάσταση αυτό. Άλλο είναι ένα παιδί νά τό έπαινέσης λίγο, γιά νά μήν άπογοητευθή, καί άλλο νά τοϋ φουσκώνης τόν εγωισμό. Π.χ. είπε ένα ποίημα καί δέν τό είπε καλά καί απογοητεύεται. Τότε θά τού πή ή μάνα: «Έ, καλά τό είπες». Αν τό πή όμως καλά τό ποίημα καί άρχίση ή μάνα μπροστά στους άλλους «μπράβο, εσύ τό είπες άπό όλα τά παιδιά καλύτερα! τό δικό μου παιδί είναι τό καλύτερο!», εκείνο είναι κακό. Καί έτσι οι γονείς καλλιεργούν πολλές φορές στά παιδιά τήν υπερηφάνεια. Ή κάνει λ.χ. τό παιδί μιά αταξία στο σχολείο καί ό δάσκαλος τό μαλώνει. Πάει μετά τό παιδί στο σπίτι καί λέει στους γονείς του: «Ό δάσκαλος μέ μάλωσε άδικα». Όταν ό πατέρας ή ή μάνα ύποστηρίζη τό παιδί καί λέη μάλιστα μπροστά του «θά τού δείξω εγώ, τό παιδί τό δικό μου είναι...», μετά εκείνο θεωρεί καλό αυτό πού έκανε, καί τελικά βασανίζεται άπό χαμένα πράγματα. Όλη ή βάση είναι νά καταλάβη τό παιδί μερικά πράγματα άπό τό σπίτι του. Αν ό άνθρωπος άπό μικρός συλλαβή τό βαθύτερο νόημα της ζωής, ύστερα πάνε όλα κανονικά. Αλλιώς ευχαριστιέται μέ τά γήινα, μέ τους έπαίνους των ανθρώπων - πού στην πραγματικότητα δέν αναπαύουν - και παραμένει γήινος άνθρωπος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου