«Το σώμα, όταν μια φορά πυρωθεί στη φωτιά της ασκήσεως και βαφεί στο νερό των δακρύων, δεν αμβλύνεται πια από τους κόπους, γιατί καταπαύει τους πολλούς αγώνες, επειδή έγινε ανώτερο από την πρακτική άσκηση. Αλλά αφού δεχτεί μέσα του γαλήνη και σιωπή ειρήνης, γεμίζει μάλλον από μια άλλη δύναμη, άλλη ευτονία, άλλη ισχύ του Πνεύματος.
Όταν τέτοιο σώμα αποκτήσει συνεργό η ψυχή και δει την κατάστασή του ότι είναι ανώτερη από τη σωματική άσκηση, αλλάζει τις φυσικές της κινήσεις και τις στρέφει σε νοητούς αγώνες και, εργαζόμενη με δύναμη τη νοερή εργασία, φυλάει για τον εαυτό της τους καρπούς των αθανάτων φυτών μέσα στο νοητό Παράδεισο. Απ’ όπου σαν ποταμοί τρέχουν οι πηγές των θεοπρεπών νοημάτων και μέσα στον οποίο βρίσκεται το δένδρο της γνώσεως του Θεού, που η χάρις, όταν επιδρά στη ψυχή του ανθρώπου μεταλάσσει τις ιδιότητες του όντος. Η επιπίπτουσα εις τον νουν και την ψυχήν χάρις επιδρά και στο σώμα, του οποίου, στα εισαγωγικά στάδια της πνευματικής ζωής, οι φυσικές λειτουργίες ενισχύονται και οι δυνάμεις πολλαπλασιάζονται».(Νικήτα Στηθάτου, Τρίτη γνωστικών κεφαλαίων εκατοντάς, λθ΄)
Το κείμενο αυτό είναι κείμενο θεωρητικό, αναφέρεται στην τελειότητα. Όταν η χάρις έρθει πέρα για πέρα στη ψυχή του ανθρώπου, τότε αλλοιώνεται και του σώματος η φύσις. Μέσα στον γνόφο της καταπαύσεως η δύναμη του Πνεύματος γίνεται ενδημούσα στον άνθρωπο, ο οποίος χωρίς κόπο πλέον και προσπάθεια ευρίσκεται σε συνεχή θεωρία, και το σώμα, το οποίο μετέχει σε αυτή την κατάσταση, δεν ευρίσκεται πλέον στην πρώτη θέση των φυσικών αναγκών. Ζει εκτός των φυσικών νόμων, τρέφεται από τη χάρη. Ο Αββάς Παμβώ, όταν ο μαθητής του τον προσκάλεσε να φάγουν απήντησε: «Ουκ εφάγομεν τέκνον; Ει ουκ εφάγομεν, δεύρο και εσθίομεν».
Η χάρη λειτουργούσε μέσα του και ως φυσική τροφή. Ευρισκόμεθα εδώ σε καταστάσεις τελειότητας, όπου το θνητό έχει καταποθεί από τη ζωή.
Ο Απόστολος Παύλος και οι άγιοι Πατέρες μιλούν για σώμα πνευματικό. Είναι το σώμα το οποίο μετέχει στις πνευματικές κινήσεις της ψυχής. Έτσι πρέπει να κατανοήσουμε την εμπειρία του Αποστόλου Παύλου: «οίδα άνθρωπον εν Χριστώ προ ετών δεκατεσσάρων —είτε εν σώματι ουκ οίδα, είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν— αρπαγέντα τον τοιούτον έως τρίτου ουρανού» (Β’ Κορ. 12, 2). Αυτό μας δίνει να καταλάβουμε ότι το σώμα, αυτό το υλικό σώμα, κινούμενο από Πνεύμα που ενδημεί σε αυτό, γίνεται πνευματικό. Χωρίς να καταργείται η υλική σύστασή του υπερβαίνει τις συνθήκες στις οποίες είναι δεσμευμένη η υλη. Με τον τρόπο αυτό μεταλλάσσονται οι φυσικές κινήσεις του σώματος και εφόσον ενοικεί μέσα του το Πνεύμα, το σώμα ευρίσκεται αληθινά και πραγματικά στον νοητό παράδεισο. Με λίγα λόγια, αυτό είναι το νόημα του χωρίου.
Πώς αυτό μπορεί να γίνει; Με ποιές μεθόδους, με ποιά ασκητική μπορεί κάνεις να μεταλλάξει τις φυσικές κινήσεις του σώματος;
Η θεμελιώδης ασκητική είναι να νεκρώσει εντελώς ο άνθρωπος το θέλημά του. Εάν φθάσει στο σημείο να υποτάξει κάθε νόημα στην υπακοή του Χριστού, τότε το Πνεύμα τον οδηγεί στον σαββατισμό.
Η μεταλλαγή των φυσικών κινήσεων του ανθρώπου σε πνευματικές δεν είναι αποτέλεσμα ανθρωπινής προσπάθειας. Η πνευματική θεωρία π.χ. δεν είναι μία απλή μεταστροφή της ανθρώπινης σκέψεως, αυτό είναι πλάνη. Η θεωρία είναι δώρο του Θεού. Ο άνθρωπος καλείται να συντονίσει το θέλημά του προς το θέλημα του Θεού.
Με τον τρόπο αυτό η πράξη του θα γίνει φιλάδελφη, ταπεινή, το σώμα του θα καθαρθεί και η σκέψη του θα αναχθεί στο Θεό. Η τήρηση των εντολών με την ελεύθερη θέληση του ανθρώπου και η υποταγή με αγάπη κάθε νοήματος στο θέλημα του Χριστού είναι η θεμελιώδης ασκητική μέθοδος για να έλθει εντός του ανθρώπου η χάρη, η οποία όταν μπει μέσα του τον μεταλλάσσει. Στην εισαγωγική κατάσταση η υπακοή είναι, κατά κάποιο τρόπο, παθητική, αλλά με την πάροδο του χρόνου αλλοιώνεται με την αγάπη και τον φωτισμό του Πνεύματος και γίνεται στον άνθρωπο κάτι σαν κυριότητα. Ο άνθρωπος ξαφνικά έρχεται σε αίσθηση Θεού. Με την επιπίπτουσα χάρη γίνεται η είσοδος του ανθρώπου στο χώρο της Αποκαλύψεως, οπότε οι φυσικές κινήσεις του υπερβαίνονται, μεταλλάσσονται, ο άνθρωπος γίνεται απελεύθερος Χριστού, ενεργεί και ομιλεί «ως εξουσίαν έχων».
Η υπακοή δεν είναι μόνο ψυχική αλλά και σωματική αρετή, διότι ο άνθρωπος κινείται και από την εμπαθή επιθυμία, η όποια είναι και σωματική. Ακόμη και οι αδιάβλητες ανάγκες του ανθρώπου, η τροφή, ο ύπνος, η ανάπαυση, μπορούν να μετατραπούν σε εμπαθείς επιθυμίες εάν δεν φυλάξουν το μέτρο της χρείας. Η υπακοή σε πρώτη φάση αναφέρεται στην τήρηση του μέτρου της χρείας. Όταν η εμπαθής επιθυμία ριζώσει στον άνθρωπο, μετατρέπεται σε φιληδονία, γι’ αυτό η υπακοή συμβαδίζει σωματικώς με τη φιλοπονία. Η φιληδονία έχει ως ρίζα τη φιλαυτία. Όπου υπάρχει φιλαυτία καώ εγωισμός φυτρώνει κάθε φαύλο πράγμα. Αυτή είναι η πεσούσα ανθρώπινη φύση η οποία υπόκειται στον νόμο της βαρύτητας, που οδηγείται προς την αμαρτία.
Η πεσούσα φύση ως τυφλή δύναμη, ως βαρύτητα, ωθεί τον άνθρωπο προς τα κάτω. Γι’ αυτό οι Πατέρες αφαίρεσαν την επιθυμία και αρκέσθηκαν στους νόμους της χρείας. Η άσκηση οδηγεί στη φυσική κάθαρση του σώματος. Η αποδέσμευση των αισθήσεων από τη φιληδονία καθαρίζει το σώμα. Ο άνθρωπος χωρίς την κάθαρση δεν μπορεί να προσευχηθεί, ούτε να πλησιάσει τη θεωρία. Ο νους πριν ατενίσει με παρρησία τη προσευχή και ανοίξει η θύρα της θεωρίας πρέπει να γίνει νοικοκύρης στον εαυτό του. Ο πρώτος βαθμός της νοικοκυροσύνης είναι η υποταγή των αισθήσεων στους νόμους της χρείας. Έτσι υποχωρούν τα πάθη, καταργείται η παρά φύσιν ζωή. Το σώμα του ανθρώπου και ολόκληρος ο άνθρωπος καθαρίζεται και επιστρέφει στη φυσιολογική κατάσταση, την ανεκτή στο Θεό. Τότε έρχεται η Θεία Χάρις και ελκύει στο υπέρ φύσιν, στον αγιασμό, στην υπέρβαση όχι μόνον της χρείας, αλλά και της ανάγκης. Είναι απλά τα πράγματα.
Αυτή η διαδικασία μπορεί να βιωθεί από τους πιστούς μέσα στον κόσμο;
Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ πιστών που ζουν στον κόσμο και μοναχών. Η μόνη διαφορά είναι το θέμα του γάμου και του πλουτισμού, δηλαδή της οικονομικής ευχέρειας που χρειάζεται ο άνθρωπος όταν έχει οικογένεια και κοινωνικές υποχρεώσεις. Φυσικά είναι δυσκολότερο μέσα στον κόσμο, κυρίως στη σημερινή κοινωνία, η οποία έχει παραφθαρεί και στα νοήματα και στα κινήματά της. Αλλά άλλο είναι το δύσκολο και άλλο το αδύνατο. Ο άγωνας είναι ευκολότερος στον μοναχό διότι απέχει από τα αίτια. Έτσι έχει, εξαρχής, μία ελευθερία, στην οποίαν όμως μπορεί να φθάσει και ο πιστός μέσα στον κόσμο με την τήρηση του μέτρου της χρείας. Αυτός είναι ο δρόμος, η αρχή και τα πρώτα στάδια της ασκητικής για να οδηγηθεί ο άνθρωπος στην ελευθερία και την αγάπη και μέσω αυτών διά της Θείας Χάριτος στη θεωρία και τον «σαββατισμό», όπου πραγματοποιείται η μεταλλαγή των φυσικών κινήσεων του σώματος.
(Γέροντος Ιωσήφ, «Λόγοι Παρακλήσεως»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου