Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Γέρων Εφραίμ Φιλοθεΐτης: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»

Περί προσευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»
α' Σκοπός της ευχής είναι να ενώση τον Θεό με τον άνθρωπο· να φέρει τον Χριστό εις την καρδιά του ανθρώπου.
β' Όπου η ενέργεια της ευχής, εκεί ο Χριστός συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, η ομοούσιος και αδιαίρετος Αγία Τριάς. 
γ' Όπου ο Χριστός, το Φως του κόσμου, εκεί φως αΐδιο του άλλου κόσμου· εκεί ειρήνη και χαρά· εκεί οι Άγγελοι και οι Άγιοι· εκεί η φαιδρότης της Βασιλείας.
δ' Μακάριοι, εκείνοι όπου ενδύθηκαν το Φως του κόσμου, τον Χριστό εις την παρούσα ζωή· διότι αυτοί εφόρεσαν ήδη το ένδυμα της αφθαρσίας. 
ε' Και όταν ακούης Χριστό, λέγει ο Θεολόγος Συμεών, μη προσέχης εις την σμικρότητα της λέξεως, αλλά στοχάσου την δόξα της Θεότητος Αυτού, όπου υπερβαίνει κάθε νου και διάνοια. Στοχάσου την ωραιότητα την ανεκλάλητη, τον πλούτο τον ακατάληπτο όπου δίδει εις τους αγαπώντας Αυτόν. Διότι εκείνος όπου ηξιώθη να ιδή τον Χριστό, δεν επεθύμησε ύστερα κανένα άλλο πράγμα του κόσμου τούτου, και εκείνος όπου εχόρτασε από την αγάπη του Θεού, δεν ηθέλησε πλέον να αγαπήση άλλο τίποτες εδώ εις την γην. Επειδή εις εκείνον όπου άφησε τα πάντα διά τον Χριστόν, Αυτός ο Χριστός θέλει γένει εις αυτόν όλα τα πάντα, αντί διά όλα εκείνα όπου χάριν Αυτού κατεφρόνησε. 
ς' Λοιπόν σκοπό έχει η νοερά προσευχή να φέρη τον Χριστό εις την καρδιά του ανθρώπου, εξορίζοντας εκείθεν τον διάβολο και χαλώντας όλο το έργο του όπου είχε καμωμένο εκεί διά της αμαρτίας. Διότι «εις τούτο εφανερώθη ο Υιός του Θεού, ίνα λύση τα έργα του διαβόλου», λέγει ο ηγαπημένος Μαθητής. Όθεν μόνον ο διάβολος γνωρίζει την ανέκφραστη δύναμη αυτών των πέντε λέξεων και διά τούτο με λυσσώδη μανία, αντιστρατεύεται, πολεμεί την ευχή. 
ζ' Άπειρες φορές οι δαίμονες διά στόματος δαιμονιζομένων ωμολόγησαν ότι καίονται από την ενέργεια της ευχής.
η' Ήταν ένας μοναχός και είχε πέσει εις αμέλεια πολλή, τόσον ότι και τον κανόνα του άφησε και εστρέφετο προς τον κόσμο. Επήγε εις την πατρίδα του Κεφαλληνία όπου ως γνωστόν προστρέχουν οι δαιμονιζόμενοι χάριν θεραπείας εις τον Άγιο Γεράσιμο. Και λοιπόν, πηγαίνοντας και αυτός να προσκυνήση τον Άγιο, αφού ευρέθη εις την πατρίδα του, τον συναντά μία δαιμονισμένη εις τον δρόμο και του λέγει· -Ξέρεις τι κρατάς στο χέρι σου; Αχ, να ήξερες ταλαίπωρε, τι κρατάς στο χέρι σου! Να ήξερες πόσο με καίει εμένα αυτό το κομποσχοίνι σου· και συ το κρατάς έτσι από συνήθεια, για τον τύπο! Εμβρόντητος έμεινεν ο μοναχός. Από Θεού ήταν να ομιλήση έτσι το δαιμόνιο. Συνήλθε. Τον εφώτισε ο Θεός και λέγει εις τον εαυτό του: -Για ιδές τι κάνω ο ανόητος! Κρατώ στο χέρι μου το δυνατώτερο όπλο και δεν ημπορώ να χτυπήσω ένα διάβολο. Και όχι μόνο να τον χτυπήσω δεν ημπορώ, αλλά με σύρει και αιχμάλωτο όπου θέλει. Ήμαρτον, Θεέ μου! Και την ιδία εκείνη στιγμή αναχωρεί μετανοημένος διά το Μοναστήρι του. Και ερχόμενος έβαλε πάλι καλή αρχή. Και τόσον επρόκοψε εις την ευχή και την άλλη μοναχική πολιτεία, όπου έγινεν υπόδειγμα ωφελείας εις πολλούς. Τον επρόλαβε και η ταπεινότης μου αυτόν τον Γέροντα. Δεν άκουγες από το στόμα του άλλο παρά το· Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Ακατάπαυστα. Του έλεγες κάτι, σου έλεγε δύο λέξεις και η γλώσσα του εγύριζεν ευθύς εις την ευχή. Τόσο την είχε συνηθίσει. Τόσο τον είχε αλλοιώσει. Και να σκεφθή κανείς ότι την αξία της ευχής και του κομποσχοινίου του την απεκάλυψε -χωρίς βέβαια να θέλη- ο διάβολος, κατά τα κρίματα και τις ανεξιχνίαστες βουλές του Υψίστου. 
θ' Άκουσε και άλλη διήγησι παρόμοια. Όταν είμεθα εις την Νέα Σκήτη, ζώντος του Γέροντος μου Ιωσήφ, μας ήλθε ένας νεαρός δαιμονισμένος. Ο Γέροντας από εύσπλαγχνία τους εδέχετο αυτούς τους δυστυχείς. Έμεναν όσον ήθελαν και κατόπιν έφευγαν μόνοι τους. Αυτοί δεν ημπορούν να μείνουν επί πολύ εις ένα τόπο. Όλοι όσοι δεν έχουν από Θεού παράκληση μέσα τους την αναζητούν αλλάσσοντας τόπους και ανθρώπους. Ο νέος αυτός είχε δαιμόνιον γυναικός του δρόμου. Όταν τον έπιανε άλλαζε η φωνή του ως φωνή «κοινής» γυναικός και έλεγε περί ων «αισχρόν έστι και λέγειν» κατά τον Απόστολο. Ήταν την τέχνη βαρελοποιός. Αφήνομε το όνομα του. Έμεινε λοιπόν εις την Συνοδεία μας αρκετό καιρό και τις ώρες εργασίας ήρχετο εις το εργόχειρο να βοηθή ό,τι ημπορούσε. Την τρίτη ημέρα μού λέγει: -Πάτερ, δεν με μαθαίνεις και εμένα να κάμω σφραγίδια; Αυτά τα βαρέλια που κάνω είναι βαρειά δουλειά. Και έχω και αυτόν εδώ μέσα μου, συνεχώς με καταρρακώνει. -Να σε μάθω, αδελφέ μου, νάναι ευλογημένο! -Να, έτσι και έτσι θα κάνης. Τα εργαλεία είναι εδώ· τα ξύλα εκεί· τα δείγματα μπροστά σου· σ' αυτόν τον πάγκο θα εργάζεσαι. Μόνον που, καθώς βλέπεις εδώ στην Συνοδεία όλοι οι πατέρες δεν ομιλούν, λέγουν πάντοτε την «ευχή». Λέγοντας αυτά ήθελα να αποφύγω όσον το δυνατόν την αργολογία και τον μετεωρισμό μου εις την προσευχή. Αλλά και κάτι άλλο μου εγεννήθηκε εκείνη την στιγμή: Άραγε, συλλογίσθηκα, οι δαιμονιζόμενοι ημπορούν να λέγουν την «ευχήν»; Λοιπόν επιάσαμε το εργόχειρο και την ευχή. Δεν επέρασαν λίγα λεπτά και άναψε ο δαίμονας μέσα του. Άλλαξε την λαλιά του και άρχισε να φωνάζει, να αισχρολογεί, να απειλεί, να υβρίζει. -Σκάσε κασίδη! Έλεγε από μέσα. Σκάσε! Παύσε αυτό το μουρμουρητό! Τι λες και λες τα ίδια λόγια συνέχεια. Παράτα αυτές τις λέξεις. Με ζάλισες. Καλά είμαι μέσα σου. Τι θέλεις και με αναστατώνεις;
Είπε κάμποσα έτσι. Τον επαίδευσε. Τον άφησε. -Είδες τι μου κάνει; μου λέγει ο κακόμοιρος. Να, αυτά τραβώ συνέχεια. -Υπομονή, αδελφέ μου, του λέγω· υπομονή! Μην του δίνεις σημασία. Δεν είναι ιδικά σου αυτά, να στεναχωρήσαι. Εσύ φρόντισε την ευχή.
Σχολάσαμε το εργόχειρο και πηγαίναμε προς τον Γέροντα. Και πηγαίνοντας μου λέγει· -Πάτερ, να κάμω καμιά ευχή και γι' αυτόν που έχω εδώ μέσα μου, να τον ελεήσει και αυτόν ο Θεός; Ε, τι ήταν να το πει αυτό ο ταλαίπωρος! Παρευθύς τον πιάνει το δαιμόνιο, τον σηκώνει επάνω, και τον βροντάει κάτω· εταράχθηκε ο τόπος. Αλλάσσει την γλώσσα του και τον αρχίζει: -Σκάσε κασίδηηηη! Σκάσε, σου είπα. Τι είναι αυτά που λες; Τι έλεος; Όχι έλεος! Δεν θέλω έλεος! Οχι! Τι έκανα να ζητώ έλεος; Είναι άδικος ο Θεός! Για μια μικρή αμαρτία, για μια υπερηφάνεια, με εξώρισε από την δόξα μου. Δεν φταίμε εμείς. Αυτός φταίει! Αυτός να μετανοήσει! Όχι εμείς! Μακρυά από έλεος!
Τον επαίδευσε πολύ· τον άφησε ράκος. Εγώ έφριξα εις τα λεγόμενα του δαίμονος. Και εκατάλαβα διά πείρας εις ολίγα λεπτά, όσα θα ήταν αδύνατον να καταλάβω, διαβάζοντας περί δαιμόνων μύρια βιβλία. Συνεχίσαμε τον δρόμο μας προς τον Γέροντα. Ο Γέροντας τον εδέχετο και τον ωμιλούσε πάντοτε με πολλή αγάπη. Και ήταν πάντα ήρεμος μαζί του. Προσηύχετο πολύ δι' αυτούς, γνωρίζοντας τι μαρτύριο έπερνούσαν με τους δαίμονας. Και μας έλεγεν· -Εάν εμείς, που τους έχωμε απ’ έξω, τόσον μας παιδεύουν με τους λογισμούς και τα πάθη, τι μαρτύριο υποφέρουν αυτοί οι δυστυχείς που τους έχουν μερόνυχτα μέσα τους! Και κουνώντας το κεφάλι του λυπηρά συμπλήρωνε: Ίσως αυτοί περνούν την κόλασή τους εδώ. Όμως αλλοίμονο εις εκείνους, που δεν θα μετανοήσουν διά να τους παιδεύσει εύσπλαχνα ο Θεός, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εις την παρούσα ζωή. Και ανέφερε τον λόγον ενός Αγίου όπου λέγει: Εάν βλέπεις άνθρωπο να αμαρτάνει φανερά και να μη μετανοεί, και να μην του συμβαίνει κανένα λυπηρό εις την παρούσα ζωή έως την ώρα του θανάτου του, να γνωρίζεις ότι η εξέτασις του ανθρώπου αυτού θα είναι χωρίς έλεος κατά την ώρα της Κρίσεως. Και λέγοντας αυτά του Γέροντος, εμείς εβλέπαμε όλο και συμπαθέστερα τον πειραζόμενο αδελφό.
Εις τις Ακολουθίες αυτός δεν επήγαινε μέσα με τους πατέρας, παρά εγύριζε έξω με το κομποσχοίνι εις τα βράχια· και εφώναζε συνεχώς την ευχή: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Αντιβοούσε ο τόπος. Είχε λάβει πείρα πόσον η ευχή καίει τον δαίμονα. Και εκεί που τριγυρίζοντας τα βράχια έλεγε ασταμάτητα την ευχή, αίφνης άλλαζε η φωνή του και άρχιζε ο δαίμων -Σκάσε, σου είπα, σκάσε! Μ' έσκασες! Τι κάθεσαι εδώ έξω και γυρίζεις τα βράχια και μουρμουρίζεις; Πήγαινε μέσα με τους άλλους και άφησε αυτό το μουρμουρητό. Τι λες και ξαναλές τα ίδια και τα ίδια μέρα - νύχτα, και δεν μ' αφήνεις στιγμή να ησυχάσω; Με ζάλισες, με ζεμάτισες, με καις· δεν το καταλαβαίνεις; Και όταν επερνούσε η ώρα του πειρασμού εκείνος πάλι την ευχή με το κομποσχοίνι: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Είχε καταλάβει πολύ καλά αυτό που ο διάβολος ενόμιζε ότι δεν ημπορούσε να καταλάβη. Και ήταν ένας πόνος ψυχής και μία ελπίδα να τον βλέπης να υποφέρη, να αγωνίζεται, να υπομένη. Τέλος έμεινε καιρό μαζί μας και αρκετά βελτιωμένος έφυγε. Και δεν τον ξαναείδαμε. Ο Θεός γνωρίζει τι απέγινε.
ι' Είδες την δύναμι της ευχής και το αμετανόητο των δαιμόνων; Κατακαίονται και φωνάζουν όχι έλεος! Και κατακρίνουν ακατάπαυστα τον Θεό. Ω της εωσφορικής υπερηφανίας! Και συ θαυμάζεσαι, πώς δεν ημπορείς να συνεννοηθείς με κάποιους ανθρώπους· να τους εννοήσεις. Αλλά συλλογίσου κατά τι διαφέρει ένας εγωιστής, ένας αμετανόητος έως τέλους άνθρωπος από ένα δαίμονα; Ένας όπου δεν καταδέχεται να ομολογήση τον Χριστό Θεό και άνθρωπο, και να ζητήσει, ενόσω ζη, το έλεος και την ευσπλαχνία Του; 
ια' Κατανοείς τώρα το βαθύτερο νόημα της ευχής; πώς φανερώνει τους ανθρώπους, πόσον είναι ο κάθε εις πλησίον ή μακράν του Χριστού; 
ιβ' Αν, ίσως, ο Χριστός είναι το Φως του κόσμου, εκείνοι όπου δεν τον βλέπουν, όπου δεν τον πιστεύουν, όλοι βεβαιότατα, είναι τυφλοί. Καθώς το εναντίον πορεύονται εις το φως όλοι εκείνοι όπου αγωνίζονται να κάμουν τις εντολές του Χριστού· αυτοί τον Χριστό ομολογούν και ως Θεό προσκυνούν και λατρεύουν. Και εκείνος όπου ομολογεί και έχει τον Χριστό Κύριο και Θεό του, ενδυναμώνεται με την δύναμι της επικλήσεως του ονόματος Του, εις το να κάμνη και το θέλημα Του. Ει δε και δεν δυναμώνεται, φανερό είναι ότι ομολογεί τον Χριστό με μόνον το στόμα, και με την καρδιά του είναι μακράν από Αυτόν. 
ιγ' Λοιπόν η ευχή, όσον μας ενώνει με τον Χριστό, τόσον μας ξεχωρίζει από τον διάβολο. Και όχι μόνον από τον διάβολο, αλλά και από το φρόνημα του κόσμου όπου γεννά και συντηρεί τα πάθη. 
ιδ' Ο σατανάς της ευχής είναι η ακηδία· ο σατανάς του σατανά είναι ο πόθος της ευχής, η ζέσις της καρδιάς. «Τω πνεύματι ζέοντες», λέγει ο Απόστολος, «τω Κυρίω δουλεύοντες». Αυτή η ζέσις τραβά και κρατεί την χάρι εις τον ευχόμενο· και γίνεται εις αυτόν φως και χαρά και παραμυθία ανεκδιήγητος, εις δε τους δαίμονας πυρ και πικρία, και φεύγουν. Αυτή η χάρις, όταν έλθη, περιμαζεύει τον νου από όλους τους πονηρούς και ακάθαρτους λογισμούς. 
ιε' Εις τα χείλη η ευχή; Εκεί και η χάρις. Πλήν από τα χείλη πρέπει να περάση εις τον νου, να κατεβή εις την καρδιά. Και τούτο θέλει κόπο και χρόνο πολύ. 
ις' Η δυσκολία της ευχής είναι εις την αρχή, όπως και εις κάθε καλό πράγμα. 
ιζ' Πρέπει να κοπιάση η γλώσσα, ξεπληρώνοντας όλες τις αργολογίες και πτώσεις της. Και να γίνει συνήθεια. Διότι, χωρίς κόπο και άσκηση, συνήθεια δεν γίνεται. Και να φανει η ταπείνωσις, διά να έλθει η χάρις. Κατόπιν ανοίγει ο δρόμος. Κολλά εις την αναπνοή η ευχή. Ξυπνά ο νους και την παρακολουθεί. Και γίνεται συν τω χρόνω ελάφρυνσις από τα πάθη. Κοπάζουν οι λογισμοί. Γαληνεύει η καρδιά. 
ιη' Μη αποκάμης φέρνοντας πίσω τον νου, όσες φορές και αν φύγει. Θα ιδεί την προθυμία και τον κόπο σου ο Θεός και θα στείλει την χάρη του να τον συμμαζεύσει. Όταν είναι η χάρις όλα γίνονται με χαρά, χωρίς κόπο. 
ιθ' Με την ευχή, από την μία χαρά εις την άλλη· χωρίς ευχή, πτώσις εις την πτώση, θλίψις εις την θλίψη, και βαρύς ο έλεγχος της συνειδήσεως. Εν ολίγοις, ολίγος κόπος και πόνος με την ευχή, πολύ χαροποιό πένθος, κατάνυξις και δάκρυα· και ακολουθεί η γλυκύτης της παρουσίας του Θεού, ο αγνότατος φόβος του όπου καθαρίζει, αγνίζει, νου και καρδιά. 
κ' Κράτησε όσον ημπορείς μέτρο εις τον ύπνο και εις την κοιλία σου, διά να ημπορέσεις να κράτησεις και την γλώσσα και τους οφθαλμούς σου. Και όταν συμβεί να φάγεις ή να κοιμηθεις περισσότερο, τότε και εις το έργον του Θεού να κοπιάσεις περισσότερο. Και θα πικραίνωνται οι δαίμονες βλέποντας, ότι αλλού πειράζοντες, από άλλου νικώνται. 
κα' Βλέπε και οικονόμησε τον εαυτό σου με διάκρισιν. Ενδέχεται να υπάρχει δυνατή προαίρεσις, αλλά σώμα ασθενικό. Πρόσεχε τι θα κάμεις: Εάν βαδίσεις κατά προαίρεση, κατέστρεψες το όργανο της ψυχής, το σώμα. Κάμε λοιπόν πνευματική εργασία. Διοχέτευσε εκεί το πλεονάζον της προαιρέσεως, αναπληρώνοντας έτσι και την ασθένεια του σώματος. Δεν θέλει μόνο κόπο, αλλά και διάκριση· και μάλιστα πολλή, κατά τους Πατέρας. 
κβ' Ο νους εύκολα μολύνεται, εύκολα καθαρίζεται. Η καρδιά δύσκολα καθαρίζεται, δυσκολότερα μολύνεται- διότι δεν επιτρέπει η ενοικούσα θεία χάρις. 
κγ' Διά τούτο ανάγκη να καθαρισθεί η καρδιά διά να φωτίζεται εκείθεν και ο νους από τους καθαρούς λογισμούς όπου αντανακλώνται άνωθεν προς αυτόν. 
κδ' Καθώς είναι αδύνατο να μη σκοντάφτει εκείνος όπου περιπατεί νύκτα, έτσι είναι αδύνατο να μη αμαρτάνει εκείνος όπου δεν είδε ακόμη το θείο φως. 
κε' Πρόσεχε σφόδρα την φαντασία. Μη παραδέχεσαι καμμία εικόνα. Θα σου γίνει είδωλο να το λατρεύσεις. Αναιδές όρνεο ο περιπλανώμενος νους κάμνει τις πλέον αλλόκοτες ζωγραφιές εισερχόμενος εις τα απόρρητα των συνειδήσεων, εικονίζει τα άδηλα και τα κρύφια του πλησίον. Με την ευχή χάλασε την εικόνα ευθύς μόλις πηγαίνει να σχηματισθεί. Όσο βραδύνης, τόσο αργότερα θα κοπιάσης και θα πόνεσεις. 
κς' Ένας Γέροντας έβγαζε δαιμόνια· και τον εφοβούντο οι δαίμονες πολύ. Του λέγει ο υποτακτικός· -Γέροντα, γιατί σε φοβούνται τόσο οι δαίμονες; -Να σου ειπώ, παιδί μου. Όταν ήμουν νεώτερος είχα πόλεμο της σαρκός μέγα διανοητικώς, με τους λογισμούς. Αλλά, χάριτι Θεού, ουδέποτε επέτρεψα εις τον εαυτό μου να υποχωρήση εις τους λογισμούς. Πάντοτε οι λογισμοί εσταματούσαν εις την προσβολή. Ουδέποτε επέτρεψα εις τον διάβολο να προχωρήση πέρα της προσβολής. Και, επειδή ήταν ο πόλεμος συνεχής και επίπονος, μου έδωκε ο Θεός αυτή την ευλογία και χάρη να φεύγουν οι δαίμονες από τα πλάσματά Του, οπόταν με βλέπουν. 
κζ' Επρόσεξες τι έκαμνε ο Γέροντας; Άφηνε τον πειρασμό πάντοτε να χτυπά έξω από την πόρτα, ωσάν τον άνεμο έξω από τα παράθυρα. Ποτέ δεν του άνοιξε να εισέλθει. Εκρατούσε μέσα του δι'ευχής πάντοτε την αίσθηση της παρουσίας του Χριστού. Και ποίος ποτέ αμαρτάνει έχοντας την έννοια της παρουσίας του Θεού; 
κη' Ουδείς θνητός απολέμητος. Όλοι υπόκεινται εις τις προσβολές του εχθρού· να λειτουργήσει η προαίρεσις, το αυτεξούσιο. Μεγάλη καύχησις εις τον άνθρωπο, εάν κατώρθωσε, χάριτι Θεού, να κρατήση τον διάβολο εις την προσβολή. Όλα τα κάστρα από μέσα πέφτουν. Φρόνιμος είσαι, εννόησε το λεγόμενο. 
κθ' Μη θέλησης να συναριθμήσεις τον εαυτόν σου με εκείνους όπου ευρισκόμενοι εις κατάσταση αιχμαλωσίας διαμαρτύρονται και λέγουν: Μα δεν ημπορώ πλέον να αντισταθώ· δεν ημπορώ να κάμω τίποτε εκείνη την στιγμή. Ναι εκείνη την στιγμή δεν ημπορείς, αλλά ενωρίτερα ημπορούσες. Καθώς και πάλι θα ημπορέσεις, εάν βάλεις και πάλι αρχή. 
λ' Ηρώτησε ο Αββάς Μωυσής τον Αββά Σιλουανό: Είναι δυνατόν εις τον άνθρωπο να βάνει αρχή κάθε ημέρα; και απεκρίθει ο Γέρων: Εάν είναι εργάτης της αρετής, όχι μόνον κάθε ημέρα, αλλά και κάθε ώρα δύναται να βάνει αρχή μετανοίας και κατά Θεό προκοπής. 
λα' Εις την Βασιλεία του Θεού δεν εισέρχονται αμετανόητοι, αλλά αμαρτωλοί, διά μετανοίας και δακρύων «μεταποιούμενοι». Τίποτε δεν βοηθεί τον άνθρωπο τόσον να πολεμήση, να νικήση τα πάθη, όσον η αδιάλειπτος νοερά προσευχή. 
λβ' Εις τον καιρό του πειρασμού της ακηδίας που ατονούν ο νους, η γλώσσα, τα δάκτυλα εις το κομποσχοίνι, παρακαλώ την αγάπην σου μη παραιτηθείς. Κάμε ακόμη ολίγη προσπάθεια να ιδεί την προαίρεσί σου ο Θεός να σε ενδυναμώσει. Κάτι θέλει ακόμη από εσένα ο Θεός, και αφήνει την ώρα αυτή του πειρασμού να το συνεισφέρεις. Διότι γνωρίζει, και συ γνωρίζεις, ότι ημπορείς. 
λγ' Συμβαίνει από καιρού εις καιρό, χωρίς αφορμή ιδική σου, να συστέλλεται η χάρις, ωσάν ο Θεός να σου λέγει: Καλά είναι όλα αυτά τα ιδικά σου, αλλά μη νομίσεις ότι τα πάντα εξαρτώνται από εσένα. Όποτε κρίνω εγώ θα έρχωμαι και θα φεύγω· να σε διδάξω τελεία εκκοπή του θελήματος και υπομονή· να μάθεις καλά το μάθημα της ταπεινώσεως. 
λδ' Όθεν βίασε τον εαυτό σου όσον ημπορείς εις την καθωρισμένη σου ώρα· κάμε το χρέος σου, να έχεις χρεώστη τον Θεό. Και αν δεν λάβεις αυτή, ετοιμάζεις τον εαυτό σου διά την άλλη ή την παράλλη φορά. Πάντως σύντομα ή αργότερα θα λάβεις. Είναι αδύνατον. Μάλιστα έχει συνήθεια ο Θεός, όταν Αυτός αναβάλλη, να δίδη πολύ περισσότερα. 
λε' Κατά το όργωμα της ευχής, το πότισμα των δακρύων και το ξεβοτάνισμα των λογισμών αποδίδει ο αγρός της καρδιάς. 
λς' Οι προχωρημένοι εις την ευχή μία πληροφορία αναμφίβολον έχουν ότι, παρ' όλον τον κόπο του ανθρώπου, η προσευχή είναι έργο της χάριτος. 
λζ' Ο Άγιος Συμεών το λέγει καθαρά, ότι κανένας δεν δύναται να δοξολογήσει τον Θεό από λόγου του, αλλά η χάρις του Χριστού όπου εκατοίκησε εις αυτόν, αυτή δοξολογεί και υμνεί τον Θεό, και προσεύχεται μέσα εις αυτόν.
λη' Και σημείο πως επεσκέφθη η χάρις του Θεού την ψυχή είναι να προσεύχεται με φόβο και ευλάβεια, και να στέκεται με ευταξία, έχοντας πολλή και μεγάλη προσοχή εις εκείνα όπου προσεύχεται. 
λθ' Η προσοχή πρέπει να είναι τοιουτοτρόπως δεμένη με την προσευχή και αχώριστος, καθώς είναι το σώμα δεμένο με την ψυχή και αχώριστο. 
μ' Ήγουν ο νους να φυλάττη την καρδιά εις καιρό όπου προσεύχεται και να περιτριγυρίζη πάντοτε μέσα εις αυτή και από εκεί μέσα από το βάθος της καρδιάς να αναπέμπει τας ευχάς εις τον Θεό, λέγοντας συνεχώς το· Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Και αφού γευθεί εκεί μέσα εις την καρδιά και δοκιμάσει ότι χρηστός ο Κύριος, και γλυκανθεί, δεν θέλει πλέον ο νους να μακρύνη από τον τόπο της καρδιάς, λέγοντας με τον Απόστολο Πέτρο «καλόν εστίν ημάς ώδε είναι». Και θέλει περιτριγυρίζει σπρώχνοντας τρόπον τινά και διώχνοντας όλα τα νοήματα όπου σπείρονται εκεί μέσα από τον διάβολο, μη αφήνοντας καμμία έννοια του κόσμου τούτου, αλλά γενόμενος πτωχός τω πνεύματι, πτωχός από κάθε λογισμό κοσμικό. 
μα' Το τοιούτον έργο εις εκείνους όπου δεν το ηξεύρουν φαίνεται πως είναι πολύ κοπιαστικό και στενοχωρητικό· αμή εκείνοι όπου εγεύθησαν την γλυκύτητα όπου έχει και απήλαυσαν την ηδονή μέσα εις το βάθος της καρδιάς των, αυτοί φωνάζουν με τον θείο Παύλο· «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού;». 
μβ' Λοιπόν οι Άγιοι Πατέρες μας ακούοντες τον Κύριο όπου λέγει ότι από την καρδιά εβγαίνουν οι πονηροί λογισμοί όπου μολύνουν τον άνθρωπο, και πάλιν ότι πρέπει να καθαρίζωμε το έσωθεν του ποτηριού, διά να γένη και το απ’ έξω καθαρό, άφησαν κάθε άλλο έργο πνευματικό και εδόθησαν όλως διόλου εις αυτό το έργο, δηλαδή εις την φύλαξη της καρδιάς, όντες βεβαιωμένοι, ότι μαζί με αυτό το έργο θέλουν αποκτήσει εύκολα και κάθε άλλη αρετή. 
μγ' Μία φορά εδιαβάσαμε εις την Τράπεζα ένα λόγο του Αγίου Συμεών όπου προς το τέλος ο Άγιος έλεγε: Λοιπόν και εμείς ας μη θελήσωμε να καθήμεθα από αμέλεια μας μέσα εις το σκότος των ηδονών και των παθών, αμή ας φυλάττωμεν μάλιστα το πρόσταγμα του Χριστού όπου είπε: «μετανοείτε, ήγγικε γάρ η βασιλεία των ουρανών»· και ας καθαριζώμεθα με την καθημερινή και ακατάπαυστη μετάνοια και με τα δάκρυα όπου χύνονται εξ αιτίας αυτής και διά μέσου αυτής, και με κάθε άλλη αγαθοεργία, και ας αγωνισθούμε να ερχώμεθα πάλι εις το ανέσπερο φως, ωσάν οπού είμεθα υιοί φωτός. Διότι με τούτον τον τρόπο και ημείς πάλιν οι ίδιοι θέλει γένωμε εις τους πλησίον, με το ιδικό μας παράδειγμα, ημέρα ανέσπερος και γη καινούργια και ουρανοί καινούργιοι, έχοντες τον ήλιο της δικαιοσύνης όπου να λάμπη εις αυτούς· δηλονότι διηγούμενοι εις αυτούς τα προστάγματα του Θεού και την δόξα Του, όχι με εύκαιρα και μάταια λόγια, αμή με αυτά τα έργα, γινόμενοι εις τους αμελέστερους αδελφούς πρακτικοί διδάσκαλοι εις όλα, και κάμνοντες αυτούς να μένουν αναπολόγητοι. 
μδ' Λοιπόν ας μη παρακινούμε εις αμέλεια τους αδελφούς με το να λέγωμε εις αυτούς· πώς είναι δυνατόν να κατορθωθεί από τους ανθρώπους τούτο; ή πώς εκείνο; Και με τούτο τους κάμνομεν οκνηρότερους εις την εργασία των εντολών. Διότι, το ότι είναι πολλά αδύνατα εις τους πολλούς, το ομολογώ και εγώ· μα εις ποίους; Εις εκείνους δηλαδή όπου είναι ωσάν και εμένα αμελείς και δεν θέλουν να καταφρονήσουν τον κόσμο, και να λογιάσουν ωσάν σκύβαλα όλα τα πράγματα του κόσμου· εις εκείνους όπου είναι δοσμένοι όλως διόλου εις την ματαία δόξα, και ορέγονται τον πλούτο, και χαίρονται εις τους επαίνους και τιμάς των ανθρώπων, κυριευμένοι από την υπερηφάνεια και κενοδοξία..., αμή εις εκείνους όπου διά πίστεως και απαρνήσεως του εαυτού τους απόκτησαν μέσα τους ένοικο τον Χριστό ομού με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, εις αυτούς όλα γίνονται δυνατά και ευκολοκατόρθωτα. 
με' Και αλλού ο θεοφόρος Άγιος λέγει: Διά τούτο ας καθαρίσωμε να εύρωμε μέσα μας τον πανταχού παρόντα Κύριο. Ας καθαρίσωμε τας καρδίας μας με το πυρ της χάριτος Αυτού, διά να ιδούμε μέσα εις το φως και την δόξα της Θεότητος Αυτού. 
μς' Φως είναι ο Θεός και η θεωρία του είναι ως φως. Διότι όταν ιδή κανείς τον Θεό όπου αποκαλυφθεί εις αυτόν βλέπει φως· και βλέποντας το θαυμάζει, αλλά δεν γνωρίζει ευθύς ποιος είναι εκείνος όπου εφάνει εις αυτόν, ούτε τολμά να τον ερωτήσει· διότι πώς ημπορεί να ερωτήσει εκείνον όπου δεν δύναται μήτε να σηκώσει τα μάτια του να τον κοιτάξει καλά, να ιδή τι λογής είναι; Και αν, ίσως, ευρίσκεται εκεί κοντά εκείνος όπου του εδιηγήθει πρωτύτερα περί τούτων, ωσάν οπού εκείνος είδε πρωτύτερα τον Θεό, πηγαίνει και του λέγει· -Ω, Πάτερ, είδον εκείνο όπου μού έλεγες. Και έκείνος του λέγει· -Τι είδες, ω τέκνον; -Ένα φως είδον, ω Πάτερ, γλυκύτατο· όμως τι λογής ήταν δεν ημπορώ να το φανερώσω... Και λέγοντας αυτό παρευθύς σκιρτά και χορεύει η καρδιά του από την χαρά. Έπειτα αρχίζει πάλιν να λέγει με πολλά και θερμά δάκρυα· -Καθώς εφάνει, ω Πάτερ, εις εμένα εκείνο το φως, παρευθύς εχάθη το κελλίον μου· αφανίσθη ο κόσμος και ανεχώρησεν, ως φαίνεται, από το πρόσωπον εκείνου όπου εφάνει, και έμεινα μοναχός εγώ όντας μαζί με εκείνο το φως... Και εκείνος αποκρινόμενος λέγει εις αυτόν· -Ω τέκνον, Εκείνος είναι όπου σου είπα. Και παρευθύς με τον λόγον τον βλέπει πάλιν. Και από τότε πλέον κατ' ολίγον καθαρίζεται τελείως, και καθοριζόμενος παρρησιάζεται και λαμβάνει θάρρος και ερωτά πλέον Εκείνον τον ίδιον λέγοντας· -Συ είσαι ο Θεός μου; Και Εκείνος του λέγει· -Εγώ είμαι ο Θεός, όπου έγινα άνθρωπος διά εσένα· και να όπου καθώς βλέπεις, έκαμα, και θέλω κάμει και εσένα θεόν. 
μζ' Καλότυχοι εκείνοι όπου επλησίασαν εις το θείον φως και εμβήκαν μέσα εις αυτό, και ενώθηκαν με το φως, και έγιναν όλοι φως· διότι αυτοί εκδύθηκαν τελείως την μεμολυσμένη στολή των αμαρτιών τους, και δεν θέλουν κλαύσει πλέον με δάκρυα πικρά. 
μη' Καλότυχοι εκείνοι όπου από εδώ ακόμη εγνώρισαν το φως του Κυρίου ωσάν αυτόν τον ίδιον· διότι αυτοί θέλουν παρασταθή έμπροσθέν του με παρρησία εις την μέλλουσα ζωή. 
μθ' Καλότυχοι εκείνοι όπου εδέχθησαν τον Χριστό, όπου ήλθε ωσάν φως εις αυτούς, που ήσαν πρώην εις το σκότος· διότι αυτοί έγιναν πλέον υιοί φωτός και ανεσπέρου ημέρας. 
ν' Κατά αλήθεια δεν είναι άλλο ωσάν την πνοή της ευχής, της αδιάλειπτου νοεράς προσευχής. 
να' Λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ότι η ευχή ενεργούμενη δι' εισπνοής και εκπνοής, κάμνει συν τω χρόνω να εξέρχεται από τους μυκτήρας του ευχόμενου μία γλυκεία πνοή χάριτος, μία οσμή ευωδίας πνευματικής· μία «οσμή ζωής εις ζωήν» κατά τον μέγα Παύλο. 
νβ' Βλέπε λοιπόν ότι η ευχή δεν χαριτώνει μόνον τον ευχόμενο αλλά ξεχειλίζοντας διαχέεται, δι' αυτού εις την κτίσι. Εισπνέοντας καθαρίζεται, ζωογονείται, αγιάζεται αυτός· εκπνέοντας καθαρίζει, ζωογονεί, αγιάζει την κτίσι· όχι αυτός, η θεία χάρις. 
νγ' Ετούτες τις έσχατες ήμερες όπου τα χνώτα του Αντιχρίστου μολύνουν γη και θάλασσα και πάσα πνοή ζωής, ως δρόσο χάριτος αναψύχουσα, ως αύρα Προφήτου Ηλιού αναρριπίζει ο Θεός την ενέργεια της νοεράς προσευχής εις τα στήθη και την καρδία της Εκκλησίας· ως αντίδοτο ψυχικής και σωματικής υγείας και σωτηρίας διά τις ημέρες που έρχονται και θα έλθουν. 
νδ' Γνωρίζω χιλιάδες ψυχές εις τον κόσμο, εις όλο θα έλεγα τον κόσμο, όπου βιάζουν τον εαυτό τους εις την ευχή με θαυμαστά αποτελέσματα. Η ευχή τους τονώνει εις τον αγώνα τον πνευματικό· φωτίζει μέσα τους και κάμουν βαθειά εξομολόγηση, ειλικρινή· και πικραμένοι από τους λογισμούς και τους πειρασμούς που ξεσηκώνει η ευχή, τρέχουν με λαχτάρα εις τα Άχραντα Μυστήρια. Και πάλι εις τον αγώνα με τους λογισμούς και τα πάθη· και πάλι εις τα Μυστήρια. Και δεν ημπορούν πλέον να κάμουν χωρίς την ευχή. 
νε' Η ευχή είναι η αναπνοή. Όταν ο άνθρωπος αναπνέει, ζει, φροντίζει και διά την όλη ζωή του. Όποιος αρχίζει την ευχή, αρχίζει να διορθώνη και την όλη ζωή του με οδηγό τον πνευματικό του Πατέρα. Και όπως ο ήλιος ανατέλλοντας ξυπνά, φωτίζει, ζωογονεί την κτίση, έτσι και ο Ήλιος της Δικαιοσύνης Χριστός, όταν ανατείλη διά της ευχής εις τον νου και την καρδιά του ανθρώπου, τον εξυπνά εις τα έργα του φωτός και της ανεσπέρου ημέρας. 
νς' Το λοιπόν αδελφοί, «τον Χριστόν αεί αναπνέετε»! έλεγε ο έξαρχος των ασκητών μέγας Αντώνιος· και ο Απόστολος των Εθνών συμβουλευτικά παρακαλεί και προστάζει όλους τους απανταχού Χριστιανούς όλων των καιρών· «αδιαλείπτως προσεύχεσθε». 
νζ' «Το αδιαλείπτως πέρας η μέτρον ουκ έχει», ερμηνεύουν οι θείοι Πατέρες.
Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΕΣ ΔΙΔΑΧΕΣ ΜΕ ΠΑΤΡΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
"
Πηγή: impantokratoros.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου