«Ποῦ εἶσαι, Φῶς μου ; . . .
Ποῦ εἶσαι, χαρά μου ; . . ..
Ἵνα τι ἐγκατέλιπες ἐμέ, καί ὀδυνάται ἡ καρδία μου ;
Ἵνα τι ἐκρύβης ἀπ' ἐμοῦ, καί θλίβεται ἡ ψυχή μου ;
Ὅτε ἦλθες εἰς τήν ψυχήν μου, κατέκαυσας τάς ἁμαρτίας μου..
Ἐλθέ καί νῦν εἰς αὐτήν καί φλέξον ἐκ νέου τάς ἁμαρτίας μου,
αἵτινες Σέ κρύπτουν ἀπ’ ἐμοῦ, ὡς τά νέφη κρύπτουν τόν ἥλιον.
Ἐλθέ καί χαροποίησόν με διά τῆς ἐλεύσεώς Σου.
Ἵνα τί βραδύνεις, Κύριε;
Σύ βλέπεις ὅτι ταλαιπωρεῖται ἡ ψυχή μου,
καί μετά δακρύων Σέ ἀναζητῶ.
Ποῦ κρύπτεσαι ; . . .
Πῶς ἡ ψυχή μου δέν βλέπει,
Σέ, τόν πανταχοῦ παρόντα,
καί μετά πόνου Σέ ζητῶ; ... »
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου