Η Μεγαλομάρτυς Αγία Βαρβάρα έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Μαξιμιανού (284—305) και καταγόταν από την Ηλιούπολη. Την εποχή αυτή τοπάρχης της πόλεως ήταν ο πατέρας της, ο οποίος ονομαζόταν Διόσκορος και ήταν πολύ πλούσιος.
Έμενε σε κάποιο χωριό Γελασσόν το οποίο ήταν μακριά από την πόλη.Οι ιστορικές πληροφορίες δεν αναφέρουν καθόλου το όνομα της μητέρας της, ούτε ποιά στάση τήρησε σε όλη την περιπέτεια και στο φρικτό μαρτύριο της κόρης της. Ίσως να είχε πεθάνει.
Η Βαρβάρα ήταν το μονακριβο παιδί τους. Ήταν εκπάγλου σωματικής ομορφιάς ταυτόχρονα όμως ήταν σεμνή, ευφυής και σώφρων. Για το λόγο αυτό οι γονείς της θέλησαν να την προφυλάξουν. Έκτισαν έναν μεγάλο πύργο και την έβαλαν εκει με πολλούς υπηρέτες και κάθε ευκολία γύρω της. Όταν έφθασε η κόρη σε ηλικία γάμου, πολλοί από τους πρώτους της πόλεως κατέφθαναν για να τη ζητήσουν σε γάμο από τον πατέρα της. Μία ημέρα, πήγε ο πατέρας της να την επισκεφθεί στον πύργο της και την ρώτησε αν ήθελε να παντρευτεί ωστόσο πρωτού ακόμα τελειώσει τον λόγο του, τον διέκοψε η Βαρβάρα με αγανάκτηση και είπε: <<Δεν θέλω να ξανακάνεις τέτοιο λόγο διότι θα με αναγκάσεις να σκοτωθώ μόνη μου και θα χάσεις τότε το τέκνο σου>>. Δεν την πίεσε περισσότερο, διότι πίστευε ότι με τον καιρό και με διάφορες κολακίες θα κατάφερνε να της αλλάξει γνώμη και να δεχτεί να παντρευτεί.
Εκείνες τις ημέρες αποφάσισε ο πατέρας της να χτίσει ένα λουτρό έξω από τον πύργο και αφού έκανε τα σχέδια τα παρέδωσε στους οικοδόμους και έφυγε για κάποια υπηρεσία για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Επειδή αργούσε ο Διόσκορος να έρθει, πήγε η Βαρβάρα να επιβλέψει το λουτρό που χτιζόταν. Είδε ότι όλη η οικοδομή είχε δύο μόνο παράθυρα. Ρώτησε τους χτίστες γιατί υπήρχαν μόνο δύο παράθυρα; Και της είπαν ότι αυτή την διαταγή έδωσε ο πατέρας της. Τους είπε τότε, να κάνουν ένα ακόμη παράθυρο και αν τους πει κάτι ο πατέρας της, θα του αποκριθεί η ίδια. Παρακολουθούσε την οικοδομή η Βαρβάρα, και χαιρόταν με τα τρία παράθυρα που έγιναν καθως είχαν για αυτή συμβολικό νόημα. Εν τέλει αυτή η αγάπη της Βαρβάρας για Θεική αγάπη ολοένα και μεγάλωνε ώστε στάθηκε και η αιτία ο Θεός να πλημμυρήσει την ψυχή της με Άγιο πνεύμα αλλά και να της φανερώθει. Μια μέρα καθώς ήταν στο λουτρό και κοίταζε προς την ανατολή σχημάτησε με το δάκτυλο της πάνω στο μάρμαρο το σημείο του Σταυρού το οποίο χαράχτηκε τόσο βαθιά ώστε να είναι οράτο ακόμα και σήμερα στους επισκέπτες. Το συγκεκριμενο σημείο αποτελεί μνημείο φανέρωσης των καρπών της αληθινής και πηγαίας πίστεως , της παντοδυναμίας του Θεού αλλά και μέρος όπου έχουν καταγραφεί πάμπολλα θαύματα.
Η Βαρβάρα ζούσε σε καινούργιο κόσμο. Η χαρά της ήταν αφάνταστη. Ένιωθε την πραγματική ευτυχία και αγαλλίαση. Καταλάβαινε όλο και πιο πολύ ότι η ομορφιά και τα πλούτη και η μόρφωση δεν έχουν καμμιά αξία μπροστά στο μεγάλο θησαυρό της αληθινής πίστεως, που της αποκάλυψε ο Θεός και που τον ζούσε πλέον χωρίς τον πραγματικό δισταγμό. Αγάπησε ολοκληρωτικά το Νυμφίο της Χριστό. Θυσίασε τα πάντα για να κερδίσει «τον πολύτιμο μαργαρίτη». Μπροστά στην πραγματική ευσέβεια και αρετή, και πρό παντός μπροστά στην αγάπη του Χριστού, η παμμακάριστη Βαρβάρα, παραμέρισε όλες τις αμαρτωλές απολαύσεις του κόσμου, νέκρωσε όλα τα ψυχοφθόρα σαρκικά σκιρτήματα, περιφρόνησε κοσμικές τιμές και δόξες, τα θυσίασε όλα και προτίμησε να υποστεί τις θλίψεις του μαρτυρίου προκειμένου να κερδίσει τον πολύτιμο, άφθαρτο και αναφαίρετο θησαυρό, την αιώνια ζωή. Κάποια μέρα καθώς επέστρεφε η Αγία, παρατήρησε τα είδωλα που προσκυνούσε ο πατέρας της και στενάζοντας από τα βάθη της ψυχής της για την αναισθησία και την τυφλότητα του πατέρα της τα έπτυσε και είπε: << Όμοια με σας να γίνουν όσοι σας προσκυνούν και καλούν τη βοήθειά σας>>.
Μετά από μερικές ημέρες επέστρεψε ο Διόσκορος και καθώς είδε το τρίτο παράθυρο απόρησε πως το έκαναν χωρίς αυτός να παραγγείλει. Οι δε τεχνίτες είπαν την αλήθεια. Ρώτησε ο Διόσκορος για το τρίτο παράθυρο την κόρη του και εκείνη του είπε ότι πράγματι αυτή το ζήτησε γιατί φαίνεται πιο όμορφο με τα τρία παράθυρα. Οργίζεται τότε ο πατέρας της, και της ζητάει τον αληθινό λόγο. Λέγει η Βαρβάρα ότι τρείς θυρίδες φωτίζουν κάθε άνθρωπο ερχόμενον εις τον κόσμο εννοώντας την Αγία Τριάδα. Όταν άκουσε αυτά ο πατέρας της την άρπαξε από τα μαλλιά και την έφερε στο λουτρό και της λέει. Πως γίνεται το φως των τριών αυτών θυρίδων να φωτίζει κάθε άνθρωπο; Του λέει η Βαρβάρα. Πατέρα να σου εξηγήσω. Κάνει το σημείο του Σταυρού, και του δείχνει τα τρία δάκτυλα. Πατήρ, Υιός, και Άγιο Πνεύμα. Με το φως αυτό όλη η κτίση νοερά καταλάμπει. Η Βαρβάρα τότε είπε στον πατέρα της ξεκάθαρα πως γνώρισε και αγάπησε τη χριστιανική πίστη και πως, με την πίστη αυτή, γέμισε η διάνοιά της από φως, η καρδιά της από αγνότητα και το πνεύμα της από επανάπαυση. Ακούγοντας αυτά ο Διόσκορος δεν μπορούσε να τα πιστέψει. Γι’ αυτό της ζήτησε την επόμενη μέρα να τον ακολουθήσει σε μια ειδωλολατρική τελετή. Η Βαρβάρα αρνήθηκε και βλέποντας την αμετάκλητη απόφασή της φούντωσε από το κακό του. Άδειασε η καρδιά του από κάθε πατρική στοργή και όλη η αγάπη του μετατράπηκε σε λυσσαλέο μίσος. Ο αληθής αυτός λόγος της Βαρβάρας όχι μόνον δεν ευχαρίστησε τον πατέρα της, ο οποίος ήταν συνηθισμένος να προσκυνεί τα ψευδή αγάλματα αλλά αντί να ηρεμίσει έσυρε το ξίφος, για να την σκοτώσει. Γλίτωσε την τελευταία στιγμή τρέχοντας μακριά. Έφθασε σε ένα όρος εκεί κοντά, και ύψωσε τα μάτια της στον ουρανό ζητώντας βοήθεια. Πράγματι, δια Θείου θαύματος κόπηκε μία πέτρα στα δύο και η Αγία κρύφτηκε μέσα της. Ο πέτρινος εκείνος άνθρωπος δεν μετανόησε καθώς είδε το θαύμα μπροστά του, αλλά ως παιδί του διαβόλου έτρεχε πάνω κάτω να την βρει. Βλέπει δύο βοσκούς και τους ρωτά αν είδαν που πήγε η Βαρβάρα. Ο ένας, καλοκάγαθος, προτίμησε να πεί ψέμα, που θα ήταν σωτήριο, παρά αλήθεια βλαπτική. Ο άλλος, άθλιος και πονηρός δεν μίλησε αλλά με το δάκτυλό του έδειξε το σημείο που ήταν κρυμμένη.Όμως η θεία δίκη δεν άφησε ατιμώρητον αυτόν τον ύπουλο και πονηρό άνθρωπο. Όλα τα πρόβατα του κακότροπου βοσκού έγιναν κάνθαροι και έμειναν εκεί μέχρι τέλος και περικύκλωσαν τον τάφο της Αγίας. Όταν την βρήκε ο Διόσκουρος την έδειρε αλύπητα και τραβώντας την από τα μαλλιά την έσυρε πίσω στο σπίτι. Την έκλεισε σε ένα μικρό δωμάτιο την κλείδωσε βάζοντας φύλακα.
Τότε πήγε στον ηγεμόνα Μαρκιανό ο οποίος εξουσίαζε την πόλη, και είπε. Η κόρη μου περιφρονεί τους θεούς μας και μόνο τον Εσταυρωμένον αγαπά με όλη την ψυχή της. Εδώ σου την παραδίδω να μην την λυπηθείς και να την τιμωρήσεις με όποιο τρόπο μπορέσεις. Όταν έφυγε ο Διόσκορος, διέταξε να φέρουν την Μάρτυρα μπροστά του να την εξετάσει. Όταν είδε την ομορφιά της και την σεμνότητα της ξέχασε για λίγο τις υποσχέσεις που είχε δώσει στο Διόσκορο και άρχισε με κολακίες να προσπαθεί να την μεταπείσει. Δεν λυπάσαι τον εαυτό σου; Γιατί δεν προσφέρεις θυσία στους θεούς που λατρεύουν οι γονείς σου; Λυπάμαι να θανατώσω μία τόσο ωραία κοπέλα. Η Βαρβάρα απεκρίθη. Εγώ προσφέρω θυσία μόνον στον αληθινό Θεό μου που δημιούργησε τον ουρανό και τη γή. Δεν προσφέρω θυσία στα αγαλματάκια σας που έγιναν από χέρια ανθρώπων και είναι άψυχα και ανίσχυρα. Μόλις άκουσε αυτά ο εξουσιαστής διέταξε να την γυμνώσουν και να την δείρουν σκληρά σε όλο της το σώμα με βούνευρα. Μετά να τρίψουν τις πληγές της με ύφασμα. Με αυτο τον τρόπο την βασάνισαν σκληρά. Στη συνέχεια την έβαλαν στην φυλακή. Κατά τη διάρκεια της νυκτός εφάνη ένα φως μέσα στην φυλακή η οποία άστραψε ολόκληρη. Πάνω από το φως αυτό εφάνη ο Δεσπότης Χριστός, ο οποίος ενεθάρρυνε την Βαρβάρα να μην φοβηθεί και εκείνος την διαβεβαίωσε ότι θα είναι κοντά της βοηθός. Αυτά της είπε και ευθέως όλες οι πληγές της εξαφανίστηκαν. Και αισθάνθηκε μία αγαλλίαση ανέκφραστη. Μία γυναίκα έτυχε να βρεθεί εκεί και να δεί το θαύμα, Ιουλιανή ονομαζόμενη και αποφάσισε με την πρώτη ευκαιρία να αρνηθεί και αυτή τη θυσία των ειδώλων και να πάρει και αυτή την ίδια δόξα. Την άλλη μέρα διέταξε να φέρουν πάλι την Μάρτυρα για εξέταση. Όταν την είδαν όλοι να είναι τελείως υγιής χωρίς πληγές έμειναν άφωνοι. Ο ασεβής ηγεμών τυφλωμένος από την πλάνη του δεν θέλησε να δει την αλήθεια και τον αληθινό Θεό, αλλά λέει : <<Βλέπεις Βαρβάρα πόση δύναμη έχουν οι θεοί μου που σε λυπήθηκαν και σε έκαναν τελείως καλά;>>. Και απεκρίθη η Αγία: << Οι θεοί σου που είναι τυφλοί και δεν μπορούν να ιδούν όπως εσύ, πως είναι δυνατόν να κάνουν τέτοιο θαύμα; Όχι λοιπόν δεν με θεράπευσαν οι θεοί σου, αλλά ο αληθινός Θεός ο Χριστός μου τον οποίον δεν μπορείς να δείς γιατί οι οφθαλμοί της ψυχής σου είναι τυφλοί>>. Όταν τα άκουσε αυτά ο ηγεμόνας διέταξε να καταξεσκίσουν τις σάρκες της με σιδερένια νύχια, τα πληγωμένα μέλη της να τα κάψουν με λαμπάδες, και να την χτυπούν στο κεφάλι με σφυρί.
Έτυχε πάλι να βρεθεί εκεί κοντά η Ιουλιανή, και βλέποντας τα βασανιστήρια και το αίμα που έτρεχε, μην μπορώντας να δώσει κάποια βοήθεια πήγε κοντά της και έκλεγε με δάκρυα πικρά. Βλέποντας την ο ηγεμόνας ρώτησε πια είναι και τι κάνει. Του είπαν ότι και αυτή χριστιανή είναι και κλαίει από συμπάθεια προς την Αγίαν. Πρόσταξε τότε να κρεμάσουν και αυτήν δίπλα στην Βαρβάρα. Και να κάνουν τα ίδια βασανιστήρια και σε αυτήν. Καθώς βασανιζόταν η Ιουλιανή ύψωσε τους οφθαλμούς της προς τον Ουρανό και είπε: << Δέσποτα Χριστέ Βασιλεύ και παντοδύναμε, γνωρίζεις ότι για την αγάπη σου πάσχω όλα αυτά τα δεινά, μην με εγκαταλείψεις, και μην με αφήσεις να με νικήσει ο άθλιος τούτος και καυχηθεί δια εμέ αλλά αξίωσε με να αντέξω μέχρι τέλους να λάβω κι’ εγώ το στέφανο της αθλήσεως>>.
Ενώ η Ιουλιανή εδέετο προς τον Θεό, διέταξε ο σκληρόκαρδος άρχοντας να κόψουν τους μαστούς και των δύο γυναικών. Η απάνθρωπος αυτή ενέργεια δεν μετέτρεψε την γνώμη αυτών, αλλά αντιθέτως η Βαρβάρα έψαλε, λέγοντας :<< Κύριε μη απορρίψεις με από του προσώπου σου και το Πνεύμα σου το Άγιο μη αντανέλης απ’ εμού>>. Αφού άντεξαν και αυτό το βασανιστήριο διέταξε να κλείσουν την Ιουλιανή στην φυλακή την δε Βαρβάρα να την περιφέρουν γυμνή στην πόλη και συγχρόνως να την δέρνουν. Η δε Μάρτυς δεν εφοβήθη τον δαρμό που θα της έκαναν, αλλά τον θεατρινισμό που θα την παρουσίαζαν. Ύψωσε τα μάτια της στον Ουρανό και είπε:<<Κύριε μην αφήσεις να δουν την γύμνωσιν μου>>. Ευθείς εφάνη πάνω σε χερουβικό άρμα ο Χριστός, θεράπευσε ξανά τις πληγές της Αγίας και Άγιοι Άγγελοι την έντυσαν με στολή λαμπροτάτη. Οι υπηρέτες την παρουσίασαν στον ηγεμόνα και καθώς την είδε , κατάλαβε ότι δεν μπορεί να την νικήσει και διέταξε να τις αποκεφαλίσουν και τις δύο.
Σε όλα τα βασανιστήρια ο αιμοβόρος πατέρας της ήταν παρών. Δεν πόνεσε η ψυχή του καθόλου. Μάλιστα νόμιζε ότι θα τον κατηγορήσουν ως άνανδρο αν άφηνε άλλον να την φονεύσει.Έτσι, όταν ο δικαστής έδωσε αυτή την διαταγή αποκεφαλισμό την άρπαξε ο ίδιος για να τη σκοτώσει. Ωστόσο η Βαρβάρα και η Ιουλιανη ενώ πήγαιναν στον τόπο του θανάτου αντί να φοβουνται, έχαιραν σαν να πήγαιναν σε εορτή. Η δε Αγία προσεύχονταν προς τον Θεόν λέγοντας:<< Κύριε υπάκουσον με την δούλη σου δεξαμένη. Ναι Κύριε μου, παρακαλώ εκ βάθους ψυχής όποιος μνημονεύει το Μαρτύριο μου εις δόξα του Αγίου σου Ονόματος, αξίωσον αυτόν να μη λάβει το σπίτι του καμία λοιμώδη ασθένεια και καμία θανατηφόρος ασθένεια να μην λυπήσουν αυτόν και την οικογένειά του>>. Καθώς έλεγε αυτά η Μάρτυς ακούστηκε φωνή εξ ουρανού, καλώντας την μαζί με την Ιουλιανή να έρθουν να λάβουν το στέφανο της νίκης και με την υπόσχεση ότι το αίτημα της θα πραγματοποιηθεί. Αυτά άκουσε η Μάρτυς Βαρβάρα , και πήρε θάρρος και έτρεχε γρηγορότερα να φτάσει στον τόπο της εκτελέσεως. Μόλις έφθασε εκεί έγειρε αμέσως το κεφάλι της και ο δήμιος πατέρας της την αποκεφάλισε. Η θεία δίκη δεν άργησε να έρθει για τον ασεβή πατέρα. Καθώς κατηφόριζε στην επιστροφή, ένας κεραυνός έπεσε πάνω του, και δεν βρέθηκε ίχνος από αυτόν. Έτσι ο βδελυρός αυτός άνθρωπος έχασε και την παρούσα αλλά και την αιώνια ζωήν. Μάλιστα η θεία αυτή οργή δεν περιορίστηκε μόνο στον πατροκτόνο Διόσκορο αλλά μέχρι του ηγεμόνος Μαρκιανού έλαμψε ο κεραυνός σαν προειδοποίηση της αιωνίας κολάσεως.
Ένας ευσεβής χριστιανός, ονομαζόμενος Ουαλεντίνος, πήρε τα ιερά σώματα των δύο μαρτύρων και τιμώντας τα με ψαλμωδίες τα μετέφερε στο χωριό Γελασσόν όπου και ενταφιάστηκαν ιεροπρεπώς. Το μαρτύριο αυτών ας είναι ίαση ασθενιών και αγαλλίαση ψυχής. Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Χριστού μας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου