Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

«Ὁ ἅγιος Νεκτάριος καί ἡ κατά Χριστόν πενία»

Παναγιώτατε,
Σεβαστοί πατέρες καί ἀδελφοί!
Ὀφείλω νά εὐχαριστήσω τήν Παναγιότητά Σας, πάτερ καί Δέσποτα, ὄχι μόνον κατά καθῆκον, ἀλλά, πρό παντός, γιατί αἰσθάνομαι βαθύτατα τήν εὐλογία καί τήν εὐκαιρία πού μοῦ δώσατε νά προσεγγίσω, ἐγώ ὁ ἀνάξιος, τήν ὑπέροχη προσωπικότητα τοῦ μεγαλυτέρου Ἁγίου τῆς ἐποχῆς μας.
Ὁμολογῶ ὅτι δέν εἶχα δώσει τήν δέουσα προσοχή, καί δέν εἶχα μελετήσει εἰς βάθος τό βίο καί τήν πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Νεκταρίου τοῦ Πενταπόλεως. Καί ὁμολογῶ ἐπίσης ὅτι ἀπεκόμισα πνευματικήν οἰκοδομήν, οὐ τήν τυχοῦσαν ἀπό τήν προσέγγισή μου αὐτή, μελετώντας ὅλες σχεδόν τίς βιογραφίες πού ἔχουν δημοσιευθεῖ γιά τόν Ἅγιο Νεκτάριο. Σᾶς ὀφείλω χάριτας Παναγιώτατε καί τό δηλώνω δημοσίᾳ.
Α'
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος, δέν ἔγραψε ποτέ κἄτι πάνω στό θέμα τῆς «κατά Χριστόν πενίας», καίτοι πολυγραφότατος κατά τά ἄλλα. Ἐν τούτοις ἤτανε ὁ ἴδιος ἡ προσωποποίηση τῆς χριστιανικῆς πτωχείας. Ὑλοποίησε καί ἐκδήλωσε σ' ὅλη του τή ζωή τήν μεγάλη αὐτή ἀρετή, τῆς κατά Χριστόν πενίας καί ἀκτημοσύνης. Καί βἐβαια εἶναι αὐτό ἡ καλύτερη καί αὐθεντικότερη πραγματεία καί ἐπιστολή πού ἄφησε στήν ἐκκλησία μας. 
«Νεκτάριος καί χρήματα εἶναι δύο πράγματα ἀσυμβίβαστα». Αὐτό κυκλοφοροῦσε καί μάλιστα διαχρονικά ἀνάμεσα στούς χριστιανούς ὄχι μόνο τῆς Αἰγύπτου ὅπου ἔδρασε στά καλύτερα χρόνια τῆς ζωῆς του, ἀλλά καί σέ ὅλα τά μέρη τῆς Ἑλλάδος ὅπου βρέθηκε. 
Εἶχε κάνει ζωηρότατη ἐντύπωση ἡ ἀφιλοχρηματία του καί ἡ ἔντιμη πενία μέ τήν ὁποία ἔζησε καί μέσα στήν ὁποία, ἄφησε τήν τελευταία του πνοή. 
Γεννήθηκε φτωχός, ἔζησε φτωχός καί ἀπέθανε φτωχός. Ὑπῆρξε ὁ ἄνθρωπος ὄχι τοῦ «ἔχειν» ἀλλά τοῦ «εἶναι». Πλήρως ἀνεξάρτητος ἀπό τήν ὓλη. Ἤθελε νά ὑπάρχει ἔν ἀντοψίᾳ μέ τό Θεό, σέ ἀμεσολάβητη προσωπική σχέση μαζί Του. Γι' αὐτό καί ἔβλεπε στήν ἀκτημοσύνη ἕναν τρόπο ἀποσπάσεως τοῦ νοῦ ἀπό τόν κόσμο. Καί ἀνεξαρτησίας του οὐσιαστικῆς. 
Ἐκεῖνο πού ἐπιγραμματικά γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος «οὐ τό πένεσθαι ἐπονείδιστον, ἀλλά τό μή φέρειν εὐγνωμόνως τήν πενίαν» ὄχι ἁπλῶς τό ζοῦσε, ἀλλά καί τό ἀγαποῦσε καί τό ἐπεδίωκε ἐπιμελῶς καί ἀδιαλείπτως. Ζυμωμένος μέ τήν ἀρετή αὐτή ὄχι μονάχα ἀγαποῦσε τήν κατά Χριστόν πενία, ὄχι μόνο μοίραζε ὅ,τι εἶχε ἀλλά ἤτανε πρόθυμος καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του νά μοιράζει στούς συνανθρώπους του. 
Μέσα του κυριαρχοῦσε τό «συνυπάρχειν» καί ὄχι ἁπλῶς τό «συνέχειν»· ἡ ἐσωτερική ἐκείνη συνοχή τῆς ὑπάρξεως, ἡ κοινωνία ὄχι ὡς ἑνότητα διαμερισμοῦ τῶν πραγμάτων, ἀλλά μερισμοῦ τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἂλλο εἶναι τό νά κοινωνῶ μοιράζοντας καί ἄλλο τό κοινωνεῖν μοιραζόμενος... 
Στήν πρώτη περίπτωση ὅλα περιορίζονται στήν πράξη καί στήν πρόθεση τῆς πράξεως. Στήν δεύτερη, ἡ σημασία τῆς πράξεως ὑπερβαίνει τίς προθέσεις, ὁπότε παίρνω ἐπάνω μου καί ὅ,τι δέν ἐπεδίωξα· παραιτούμενος ἀπό ὓψιστα δικαιώματα τοῦ ΕΓΩ. Αὐτό θά πεῖ ἀκτημοσύνη γνήσια. Νά βαστάζεις τά βάρη τῶν ἄλλων, ἀναλαμβάνοντας πέραν τῶν ἀποφάσεων σου καί τίς ἄδηλες προεκτάσεις των. Κι' αὐτός ἤτανε ὁ ὅσιος ὁ ἐν ἁγίοις πατήρ ἡμῶν Νεκτάριος ὁ Πενταπόλεως. Ὄχι ὁ κατά περίπτωσιν ἀκτήμων, ἀλλά ὁ ἀείποτε <<πτωχός καί πένης>>. 
Καί αὐτό «φόβησε» τούς πατριαρχικούς τῆς Ἀλεξανδρείας. «Φόβησε» σχῆμα λόγου. Ἁπλῶς χρησιμοποίησαν σάν ἐπιχείρημα στή συκοφαντική σύσκεψη πού γύρω στά 1890, χάλκεψαν-μαζί μέ ἄλλα συκοφαντικά καί ἔωλα, οἱ φθονεροί καί ἀδίστακτοι συκοφάντες του, τῆς Ἀλεξανδρινῆς πατριαρχικῆς αὐλῆς.«Ὁ Νεκτάριος, εἶπε ἕνας ἀπ' αὐτούς τότε, φέρει παρωπίδες· δέν βλέπει τίποτα παραπέρα ἀπό τόν ἀσκητικό βίο. Δέν ἀντιλαμβάνεται τόν ἀγῶνα πού διεξάγει ἡ πατρίδα μας· τή μέθοδο τῆς διπλωματίας μας. Νομίζει ὅτι ζεῖ στήν ἐποχή τῶν Πατέρων... Καταλαβαίνετε λοιπόν, τί θά πεῖ νά γίνει Πατριάρχης... τό πᾶν θά ἐξανεμισθεῖ· θά μοιραστεῖ σέ ξυπόλυτους καί φελάχους καί τά ταμεῖα θά βρεθοῦν ἄδεια. Ἀλλοίμονο στό ἑλληνικό στοιχεῖο... ἀλλοίμονό μας» 
-Ἀναφέρω αὐτό τό περιστατικό ὄχι μόνο γιατί ἀποκαλύπτει τόν ἀκτήμονα ἅγιο, ἀλλά σάν μιά μαρτυρία ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του, πού τόν γνώρισαν. Κι' εἶναι αὐτό πού βάρυνε μέσα στή συνείδησή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, καί πού μαζί μέ τά ἄλλά χαρίσματά του, τίς θαυματουργίες του κυρίως καί τίς ἄλλες ἀρετές του γιά νά ἀναγνωριστεῖ ἅγιος καί νά ἐπισημοποιηθεῖ ἡ ἁγιότητά του μέσα σέ 30 περίπου χρόνια ἀπό τό θάνατό του ἀπ' τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Δηλαδή κατά πολύ νωρίτερα ἀπ' ὅτι ὁρίζει ἡ παράδοση καί οἱ κανόνες... 
Θ' ἀναφερθῶ σέ δύο περιστατικά: 
Τό ἕνα συνέβη στήν αὐγή τῆς ἡλικίας του ὅταν ἤτανε ἀκόμη ἀγόρι 13-14 χρόνων καί τό ἄλλο στό τέλος τῆς ἡλικίας του ὅταν συμπλήρωνε 74 χρόνια ζωῆς πάνω στή γῆ.Βρισκόμαστε γύρω στά 1860. Θἆταν τότε -γράφουν οἱ βιογράφοι του- 13 χρόνων μέ ντρίλινα ροῦχα καί πλεχτό σκοῦφο. Ἀδέκαρος, πάμπτωχος, κρατώντας ὅλο του τό βιός, ἕνα μπογαλάκι· κι' ἔφτασε στό λιμάνι κοντά στή Σηλυβρία, τήν πατρίδα του. Δέ βαστοῦσε οὔτε τό ναῦλο γιά νά μπεῖ στό σκάφος, κι' ὁ καπετάνιος τό ἔβλεπε ἀπό τή γέφυρα κι' ἔκανε κέφι, χαμογελώντας. «Γιά ποῦ τὄβαλες λεβεντονιέ μου;» - Γιά τήν Πόλη εἶπε ὁ μικρός· ἀλλά εἶμαι φτωχός· δέν ἔχω λεφτά. «Στήν Πόλη δέν πᾶνε οἱ τζαμπατζῆδες» τοῦ ἀπαντάει ἐκεῖνος. Κι' ὁ μικρός Ἀναστάσης, αὐτό ἤτανε τό βαφτιστικό του ὄνομα, δέν εἶπε λέξη. Ἒστεκε συμμαζεμένος σέ μιά γωνιά τοῦ μουράγιου, περίλυπος, μέ βουρκωμένα μάτια, καταγεμάτος ἱκεσία, ἐνῶ οἱ ἐπιβάτες εἴχανε πιά μπεῖ στό κατάστρωμα... Τό πλοῖο ἔβαλε μπρός - ἀλλά ἔμενε ἀκίνητο. Ὁ καπετάνιος δέν μποροῦσε νά ἐξηγήσει τί συνέβη... Σέ μιά στιγμή ἀνταμώθηκαν οἱ ματιές τους. «Πάρε με, πάρε με κι' ἐμένα», ψιθύρισε ὁ μικρός Ἀναστάσης. Καί τότε, ὤ τότε τοῦ ἔγνεψε νά μπαρκάρει. Καί τό ἀγόρι μ' ἕνα πήδημα βρέθηκε ψηλά στό κατάστρωμα...Τό πλοῖο σαλπάρισε, κι' ὅταν ἔπλεε ἀνοιχτά στή θάλασσα ἤρθανε οἱ ἐλεγχτές γιά νά τσεκάρουν τά εἰσιτήρια...Ἀλλά ὁ Καπετάνιος ἀφοῦ τέλειωσε τή βάρδια του, ἀποσύρθηκε ν' ἀναπαυθεῖ. Νέα ἐμπλοκή γιά τόν Ἀναστάση. Τί θά κάμει τώρα; Τί θά πεῖ πάλι; Θά τόν πιστέψουν πώς δέν ἔχει χρήματα;.... Οἱ ναυτικοί τοῦ μιλᾶνε· εἰσητήριο μικρέ! -Εἶμαι φτωχός, λέει. Δέν ἔχω καθόλου χρήματα. Ὁ καπετάνιος... αὐτός μοῦ ἐπέτρεψε νά ταξιδέψω. Πηγαίνω νά μάθω γράμματα· νά δουλέψω· νά ζήσω καί νά βοηθήσω τούς γονεῖς μου, γιατί εἴμαστε πάμτωχοι...Σᾶς παρακαλῶ...Τόν συνεπῆραν λυγμοί, δέν μπόρεσε νά συνεχίσει...
Μέχρις ἐδῶ περιγράφει τό ἐπισόδειο ὁ Χονδρόπουλος... «Ἀλλά τά λόγια τοῦ παιδιοῦ ἤτανε τόσο πειστικά, συνεχίζει ἄλλος βιογράφος του (ὁ Δ. Παναγόπουλος), ἡ ἔκφραση τοῦ προσώπου τόσο χαρακτηριστική καί τά ἐκφραστικά ἀθῶα του μάτια ἔδωσαν τήν ἀπάντηση καί ἔγινε ἀδιαμαρτύρητα πιστευτός. Κάποιος βρέθηκε τή στιγμή ἐκείνη ἐνδιαφερόμενος πού ἄκουσε τήν ἱστορία του, σίγουρα πλήρωσε τό ναῦλο, κι' ἀργότερα αὐτός ἔγινε αἰτία νά σπουδάσει, νά ταξιδέψει, νά προχωρήσει. Ἤτανε ἀνηψιός τοῦ μεγάλου Ἰω. Χωρέμη, τοῦ ἄρχοντα τῆς Χίου πού τόσο τόν εὐεργέτησε ἀργότερα». 
Τό συγκινητικώτατο περιστατικό πού συνέβη στό πρῶτο ξεκίνημα τοῦ ἁγίου, φανερώνει, ἐκτός τῶν ἄλλων, πῶς καί πόσο ἡ ψυχή του ἤτανε βαφτισμένη μέσα στήν ἅγια Πενία, τή χριστιανική αὐτή ἀρετή, πού τόν συνόδευσε σ' ὅλη τήν κατοπινή ζωή του, μέχρι τή στιγμή πού παντελῶς ἄπορος μεταφέρθηκε στό Ἀρεταίειο Νοσοκομεῖο Ἀθηνῶν σφαδάζοντας ἀπό δυνατούς πόνους, λόγῳ τῆς ἀρρώστειας τοῦ προστάτη.-Καλόγερος εἶναι; ρωτάει ὁ ὑπάλληλος τή μοναχή, πού τόν συνόδευε. 
-Ὄχι, τοῦ ἀπαντᾶ ἐκείνη, Δεσπότης. 
Κι ὁ ὑπάλληλος, χαμογελώντας εἰρωνικά 
-Ἀφῆστε τ' ἀστεῖα γερόντισσα· πέστε μου τό ὄνομά του νά συμπληρώσω τό δελτίο εἰσαγωγῆς του. 
-Δεσπότης εἶναι, παιδί μου, τοῦ ἀπαντᾶ πάλι ἐκείνη. Εἶναι ὁ σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πενταπόλεως. 
-Πρώτη φορά βλέπω Δεσπότη (μονολόγησε ὁ ὑπάλληλος) χωρίς ἐγκόλπιο, χωρίς σταυρό, καί τό σπουδαιότερο, χωρίς χρήματα. 
Καί ὁ ὑπάλληλος κατάπληκτος, ἀπ' ὅσα τοῦ ἐξιστόρησε μέ λίγα λόγια ἡ μοναχή, ἔδωσε ἐντολή νά τοποθετήσουν τόν ἄρρωστο σ' ἕναν θάλαμο 3ης θέσεως προορισμένο ἀποκλειστικά γιά ἐντελῶς ἄπορους, ὅπου ὑπῆρχαν μερικά κρεββάτια. 
Νοσηλεύθηκε 2 σχεδόν μῆνες γιά ν' ἀφήσει τήν τελευταία του ἀναπνοή τό βράδυ 10.30' τῆς 8ης Νοεμβρίου τοῦ 1920. 
Τά δύο αὐτά περιστατικά, σημάδεψαν τόν κύκλο τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ ἁγίου Νεκταρίου γιά νά φανοῦν τά χαρακτηριστικά ἑνός κατά Χριστόν φτωχοῦ καί νά παραδειγματιζόμαστε ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι πιστοί. Ζῶσα καί βοῶσα πραγματικότης τῆς κατά Χριστόν πενίας, πού δέν εἶναι πολυτέλεια ἀρετῆς γιά μερικούς μόνο, πιστούς καί ἁγίους, ἀλλά ὑποχρέωση γιά ὅλους τούς χριστιανούς.Ἡ χριστιανική πενία εἶναι κἄτι τό εὐρύτερο καί τό περιεκτικώτερο ἀπό τήν ἁπλή ὑλική, οἰκονομική πτωχεία. Εἶναι ἡ κένωση μέ τήν βιβλική ἔννοια τοῦ ὅρου· ἡ ἀπαραίτητη αὐτή προϋπόθεση διά τήν πλήρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό. 
Πολλοί ἄνθρωποι γεννηθήκανε, ζήσανε καί πεθάνανε πτωχοί. Ἀλλά ἡ πνευματική τους στάση ἤτανε ριζικά ἀντίθετη πρός τή φτώχεια τους. Ἤτανε φτωχοί, ἀλλά ζήσανε καί πεθάνανε μέ τόν καϋμό καί τή λαχτάρα τοῦ πλούτου, ἐκτός ἐλαχίστων περιπτώσεων. 
Ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ μέ τόν καϋμό τοῦ πλούτου δέν διαφέρει σέ τίποτε ἀπό τόν πλούσιο. Ὁ πλοῦτος εἶναι τό ἰδανικό του. Γιά τό χρυσό χτυπᾶ ἠ καρδιά του. Τό ὄνειρό του εἶναι ἡ πληθώρα τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καί ἡ ἀδυναμία του νά τά φτάσει εἶναι τό αἴτιο τῆς δυστυχίας του. Ὅλα ὅμως αὐτά τά ἐπιμέρους ἀγαθά, τά ... χρήματα (μέ τήν ἀρχαία ἑρμηνεία τῆς λέξεως) εἶναι πεπερασμένα. Γι' αὐτό καί δέν μποροῦν νά ἱκανοποιήσουν τή δίψα τοῦ ἀνθρώπου γιά τό Ἀπόλυτο. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ὅταν εἶναι «χρημάτων ἐραστής», ἀγωνίζεται νά συγκεντρώσει, νά ἀπορροφήσει, νά ἀναλώσει καί καταναλώσει ὅσο τό δυνατό περισσότερα ἐπί μέρους ἀγαθά (ὑλικά, οἰκονομικά ἤ ἄλλα) μέ τήν ἐλπίδα ὅτι ἔτσι θά θεραπεύσει τήν ἔνδειά του, θά γεμίσει τό κενό του. Ἀλλά εἰς μάτην. Τό κενόν ὄχι μόνο δέν γεμίζει, ἀλλά εὑρύνεται ὅλο καί παραπέρα. Ὁ «xρημάτων ἐραστής» ὄχι μόνο δέν «πλουταίνει», ἀλλά διαρκῶς περισσότερο «φτωχαίνει», καί μάλιστα σκορπίζει τήν πτωχεία καί γύρω του. 
Βέβαια ἡ «xριστιανική πενία» δέν εἶναι αὐτοσκοπός. Εἶναι μέσον. Ὁ ἄνθρωπος δέν ἐπλάσθη διά τήν πτωχείαν καί τήν ἔνδεια, ἀλλά διά τήν πληρότητα καί τόν πλοῦτον. Ἡ τραγωδία εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος, παρασυρόμενος ἀπό τόν πατέρα τοῦ ψεύδους, προσπαθεῖ νά φθάσει εἰς τόν προορισμόν αὐτόν, νἀ γίνει δηλ. πλούσιος, ἀντλώντας ὄχι ἀπό τόν Θησαυρόν τῶν πραγματικῶν ἀγαθῶν, τό Θεό, ἀλλ' ἀπό φρέατα συντετριμμένα. Γι' αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία σάν μέσο λυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπ' αὐτή τήν τραγωδία προτείνει τήν ἀπόσπαση, τήν ἀπεξάρτηση καί ἀπογύμνωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά φαινομενικά ἀγαθά, τήν «κένωση» ὅπως εἶπα καί πρωτήτερα, ἡ ὁποία θά ἐπιτρέψει τήν «πλήρωση» τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό ἕν ἀγαθόν οὗτινος ἀληθῶς ἐστι χρεία, τό Θεό.Αὐτό τό πέτυχε ὁ ἅγιος Νεκτάριος καί ὅλοι οἱ ἅγιοι μέ πρωτοπόρους τούς ἀναχωρητές. Εὐχαριστοῦσε τό Θεό γιά ὅσα τοῦχε χαρίσει. Τόν εὐχαριστοῦσε πού τόν ἀξίωσε νά γεννηθεῖ πτωχός, νά ζήσει πτωχός καί νά πεθάνει ἄπορος. Ἀγαποῦσε τήν πενία, ὄχι ἀπό συνήθεια, ἤ κάνοντας φιλοτιμία τήν ἀνάγκη, ἀλλά ἐπειδή πίστευε πώς τό ἀντίθετο τῆς πενίας, ὁ πλοῦτος, εἶναι ἁμαρτία. Ἄλλωστε καί ὅταν ἔγινε ἡ κουρά του σέ μοναχό, στή Ν. Μονή τῆς Χίου, ἐδήλωσεν ἐπίσημα, πώς μαζί μέ τίς δύο ἄλλες ἀρετές τοῦ μοναχοῦ, ὑπακοήν καί παρθενία, θά τηρήσει διά βίου καί τήν κατά Χριστόν πτωχείαν. Κι ἀπό τότε μπαίνει στήν ἄσκηση αὐτῆς τῆς πενίας κατά τήν πιό ὀντολογική σημασία τοῦ ὅρου. 
Ἤξερε πολύ καλά τό ὑπέροχο ἐκεῖνο ἀπόφθεγμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος στό λόγο του «περί ἀκτημοσύνης» (§ ιε') καί τό βίωσε σ' ὅλη του τήν πληρότητα: «ὁ γευσάμενος τῶν ἄνω εὐχερῶς τῶν κάτω καταφρονεῖ. ὁ δέ ἐκείνων ἄγευστος ἐπί κτήμασιν ἀγάλλεται». 
Μέσα σ' αὐτό τό κλῖμα, κλῖμα ἀκτημοσύνης, ἔζησε ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀπό τήν παιδική του κιόλας ἡλικία. Εἶχε σαφῆ καί βαθειά ἐμπειρία «τῶν ἄνω» γι' αὐτό καί τοῦ ἤτανε εὔκολη ἡ ὑπέρβαση «τῶν κάτω». Ἔζησε στιγμές πού δέν εἶχε οὔτε τίς λίγες δεκάρες γιά νά ἀγοράσει ψωμί. 
Σ' ἕνα γράμμα του πού ἔγραψε στόν πατριάρχη Σωφρόνιο στίς 11 Μαρτίου 1895 διαβάζουμε: «... τοσοῦτον, Παναγιώτατε, ἐγενόμην ἐγώ κακός πρός Ὑμᾶς, ὥστε μετά τέσσερα ἔτη ἀπό τῆς ἀδικωτάτης ἀπό Αἰγύπτου ἀναχωρήσεώς μου καθ' ἅ ἐζήτουν (φυτοζωῶν) τόν ἐπιούσιον ἄρτον, ὅπως μερίζομαι αὐτόν τοῖς φτωχοῖς... κ.λ.π.)».Ἡ ἰδιοκτήτρια τοῦ σπιτιοῦ ποὔχε νοικιάσει στόν ἅγιο μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἀρκετές ἡμέρες ἔμενε ἐντελῶς νηστικός, ὅταν ἦρθε στήν Ἀθήνα ἀπό τήν Αἴγυπτο: «ἕνας κοτζάμ δεσπότης νά μήν ἔχη μιά δυό δεκάρες νά γευτεῖ ψωμοτύρι;» «Στεροῦμαι καί αὐτοῦ τοῦ ἐπιουσίου» εἶπε στόν Μελᾶ ἐξ Αἰγύπτου, πολιτευτῆ καί παράγοντα τῆς τότε Κυβέρνησης. Πάμπολλες τέτοιες ὁμολογίες τοῦ ἰδίου ἀλλά καί τῶν ἀνθρώπων πού κινοῦνταν γύρω του, θά μποροῦσε κανείς ν' ἀναφέρει, γιά νά καταδειχθεῖ τό βασικό γνώρισμα τοῦ ἁγίου: λογάριαζε τή φτώχεια σάν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Χαιρότανε τή φτώχεια καί ποτέ του δέν λαχτάρισε τόν πλοῦτο, οὔτε πεθύμησε τ' ἀγαθό τοῦ πλησίον. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος εἶχε βαθιά συνείδηση τῆς συζυγίας Χριστοῦ καί πενίας. Καί γνωρίζοντας αὐτή τήν ταύτιση, Χριστοῦ καί πενίας, εἶδε ὁλοκάθαρα σ' αὐτή τό βάθρο πού πάνω σ' αῦτό ἔστησεν ὁ Χριστός τόν πένητα καί τόν ἀνέδειξε σέ σφαῖρες πανύψηλες. Ἔγινε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ μεγάλος, ὁ ἀσύγκριτος πρόγονος τοῦ φτωχοῦ. 
Βέβαια εἶναι πολύ δύσκολο νά τά καταλάβουν οἱ πλούσιοι κι ὅλοι οἱ ἄλλοι, πού κι ἄν δέν εἶναι πλούσιοι, ζοῦνε μέ τή λαχτάρα τοῦ πλούτου κι ἔχουνε τόν πλοῦτο γιά ἰδανικό τους. Οἱ τέτοιας λογῆς πλούσιοι κι οἱ τέτοιας λογῆς φτωχοί εἶναι οἰ δύο ὄψεις τοῦ ἴδιου νομίσματος τῆς πλουτολατρείας. Ὅταν ὁ Κύριος ἀπευθύνεται στούς φτωχούς, τήν πενία εὐαγγελίζεται. Κι ὅταν ὁ πλούσιος νεανίσκος, πού εἶχε τηρήσει ὅλον τόν Νόμον, ρωτάει τόν Ἰησοῦ τί ἄλλο νά κάνει γιά νά ἐξασφαλίσει τήν Οὐράνια Βασιλεία, ὁ Χριστός τοῦ λέει νά μοιράσει τ' ἀγαθά του στούς φτωχούς καί νά τόν ἀκολουθήσει.
Ἔχει μεγάλη βαρύτητα, ξέρετε, ὁ λόγος αὐτός τοῦ Κυρίου. Δέν εἶπε στόν πλούσιο νά δώσει τ' ἀγαθά του σ' ἕνα φτωχό, ἀλλά νά τά μοιράσει στούς φτωχούς. Σκοπός τοῦ Χριστοῦ δέν ἤτανε νά κάμει ἕναν πλούσιο φτωχό, δημιουργώντας ταυτοχρόνως ἕναν καινούργιο πλούσιο, ἀλλά νά μεταλλάξει ἕνα πλούσιο σέ φτωχό, χωρίς νά μετακινήσει ἀπ' τήν καθαγιασμένη περιοχή τῆς πενίας κανένα φτωχό, κάνοντάς τον ἀνεπάντεχα πλούσιο. Θυμηθῆτε τί εἶπε στόν Ἰούδα ὁ Κύριος ἐξαφορμῆς τοῦ μύρου πού κόστισε 300 δηνάρια: «Tούς φτωχούς ἔχετε πάντοτε μεθ' ἑαυτῶν» Τί σημαίνει αὐτό, παρά τό ὅτι ἡ πενία δέν εἶναι ἡ καταραμένη ἐκείνη περιοχή πού πρέπει νά λείψει, ἀλλά περιοχή καθαγιασμένη πού ἔχει πρόγονό της, πρόδρομο καί παράδειγμα φωτεινό τόν Ἴδιο τό Χριστό; Καί ὁ λόγος αὐτός δέν εἶναι καθόλου δικαίωση τοῦ πλούτου, ὅπως μπορεῖ νά τόν ὑποστηρίξουν οἱ δεξιοτέχνες τῆς ἁρπαγῆς, ἀλλά ὑπογραμμισμός τῆς ἱερότητος τῆς πενίας. Ἡ Ἐκκλησία θά λέει πάντοτε πώς ὁ πτωχός εἶναι ἡ εἰκόνα καί ἡ ὁμοίωσις τοῦ Χριστοῦ καί κεῖνος πού λατρεύει τόν πλοῦτο εἶναι ἡ εἰκό­να καί ἡ ὁμοίωση τοῦ Ἑωσφόρου. Καί εἶναι θλιβερό ὅτι ὁ φτωχός σήμε­ρα στόν αἰώνα τῆς πλουτολατρείας ἔχασε τή συνείδηση τῆς ἱερότητάς του. 
Οἱ φτωχοί τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι οἱ οἰκονομικά ἐξαθλιωμένοι πού ἐπαναστατοῦν, ἀλλά οἱ ἐν τῷ ὀλίγῳ ἀναπαυόμενοι. Καί πλούσιος δέν εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχει πολλά χρήματα, ἀλλά ἐκεῖνος πού ἔχει ἀπίθανα ἐλάχιστες ἀνάγκες. Πενία εἶναι ἡ περιοχή πού ἀρέσει στό Θεό καί πού ὁ Θεός εὐλογεῖ καί βοηθάεi. Τό ἰδανικό της δέν περιορίζεται μόνο στόν ὑλικό τομέα. Ὑπάρχουν λογῆς λογῆς πλουτολατρεῖες. Ἄλλοι θησαυρίζουνε χρυσό καί ἀσήμι, ἄλλοι συσσωρεύουνε ἄκαρπη μάθηση καί παριστάνουν τούς σοφούς. ἄλλοι εἰσπράττουνε τιμές καί δόξες καί διακρίσεις κι ἄλλοι ἔχουν τήν ὑστερία τῆς ἐξουσίας. 
Πρός ὅλα αὐτά ὁ κατά Χριστόν πένης Νεκτάριος ὁ Πενταπόλεως ἀντιδικοῦσε ἐπίμονα καί σταθερά. Καί μή μοῦ εἰπῆτε ὅτι παρ' ὅλα ταῦτα διεκδικοῦσε ἐπίμονα τούς μισθούς 16 μηνῶν πού τοῦ στέρησαν οἱ πατριαρχικοί τῆς Ἀλεξανδρείας, ἤ ὅτι κατεδέχετο νά παίρνει ἀπό τά λεγόμενα «τυχερά» ὅταν ἱεροπραττοῦσε, γιατί ὑπάρχει ἀπάντηση ἀπό τόν Ἴδιο τόν Κύριο, ὅστις «διέταξε τοῖς τό Εὐαγγέλιο καταγγέλουσι ἐκ τοῦ Εὐαγγελίου ζῆν». Τέτοιου εἴδους προσφορά ἐλεημοσύνης, τήν θεωροῦσε καρπό χριστιανικῆς ἀγάπης καί τήν δεχότανε χωρίς νά νοιώθει βαθύτερα ντροπιασμένος. Φτάνει νά εἶναι οἱ προσφέροντες δότες ἱλαροί. Κι ἄν ἀκόμη δέν ἤτανε, ὁ κατά Χριστόν πένης ἅγιος Νεκτάριος, δεχότανε τήν πᾶσαν ἐλεημοσύνην μέ ταπείνωση, δίχως ν' ἀφήνει τόν ἐγωισμό του νά τόν ἀποτραβᾶ ἀπ' τήν περιοχή τῆς ταπεινῆς ζωῆς. 
Τό ἴδιο ἔκανε καί γιά τίς προσφορές, τά χρηματικά βοηθήματα πού τοῦ δίνανε οἱ χριστιανοί καί οἱ φιλάνθρωποι. Τά μοίραζε ὅλα. Δέν κρατοῦσε τίποτα γιά τόν ἑαυτό του. Ποτέ δέν ἤξερε ἄν ἔχει κάτι στήν τσέπη του καί τί ἔχει. Ἀξιομνημόνευτο εἶναι καί κεῖνο -ἕνα ἀπό τά πολλά- πού ἔγινε ὅταν κάποιος ταλαίπωρος φτωχός βιοπαλαιστής καί πολύτεκνος, πού δέν εἶχε νά ἐξοφλήσει τό γραμμάτιο-χρέος τῶν εἰκοσιπέντε δρχ. καί τήν ἄλλη μέρα θά τόν ἔκλειναν στή φυλακή. Πῆγε στό Νεκτάριο καί κεῖνος ἀφοῦ πείσθηκε γιά τήν εἰλικρίνεια τοῦ κατατρεγμένου φτωχοῦ-ἀδελφοῦ, φώναξε τό βοηθό του Σακκόπουλο δίνοντας ἐντολή νά ἐλεήσει τόν ἄνθρωπο. Ξαναγυρίζει ὁ Σακκόπουλος -Μά... Σεβασμιώτατε, ὅλα κι ὅλα πού ἔχουμε στό ταμεῖο εἶναι 25 δραχμές! -Δός' τα Κωστῆ, τοῦ λέει ὁ Δεσπότης. ἔχει ὁ Θεός. Θά μᾶς τά δώσει 5πλάσια! Κι ἐκεῖνος ἔκανε ὑπακοή καί τά 'δωσε. Τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας πῆρε εἴδηση ἀπ' τήν Ἀρχιεπισκοπή νά πάει μέ 4-5 Ριζαρεῖτες νά τελέσει στή Μητρόπολη Ἀθηνῶν γάμο κάποιου ἄρχοντα, γιατί ἀδυνατοῦσε νά παραστεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θεόκλητος. Καί τό ἀποτέλεσμα ἤτανε νά προσφέρουν στό Νεκτάριο 100 δρχ. καί στούς Ριζαρεῖτες 20, πού μπήκανε στό Ταμεῖο τῶν 25 δραχμῶν! 
Ἄλλοτε γύρισε στή Ριζάρειο ἀπ' τό ναό τῆς Χρυσοσπηλαιώτισ­σας, φορώντας ἕνα πεπαλαιωμένο ράσο, γιατί τό δικό του τό πρόσφερε σέ κάποιο ἐπαρχιώτη φτωχό ἱερέα. Ἐνῶ κάποτε πῆγε στή συνεδρία τῆς Σχολῆς μέ τίς προσωπικές του παντόφλες, γιατί τά παπούτσια του τά πρόσφερε σέ κάποιον πού δέν εὕρισκε τό νούμερό του. 
Μέ τέτοια ἐλευθερία καί ἁπλότητα ἐκινεῖτοο ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Ἤτανε πνευματικά ἐλεύθερος. Ὁ ἐσωτερικά ἐλεύθερος κινούμενος ἄνετα κι ἀνεξάρτητα ἀπό κοινωνικό ἤ ἄλλο «ταμπού». Γιατί ἤτανε ὁ λυτρωμένος ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. 
Ὅταν ὁ Μελέτιος Μεταξάκης, ἀρχιεπίσκοπος τότε Ἀθηνῶν, πῆγε αἰφνιδιαστικά στήν Αἴγινα μέ ἄσχημες μάλιστα προθέσεις καί τόν βρῆκε ρακένδυτο μέ τόν κασμᾶ στά χέρια τοὔκανε δριμύτατη παρατήρηση γιά τήν περιβολή του καί τήν πράξη του, νά σκάβει δηλ. στόν κῆπο τῆς Μονῆς, γιατί τάχα, κατεβάζει πολύ χαμηλά τό ἀξίωμα τοῦ ἀρχιερέα, τότε ὁ Νεκτάριος, μέ ἄνεση πῆγε νά τόν ὑποδεχθεῖ χωρίς καθόλου νά πεῖ λέξη, χαρούμενος μάλιστα γιά τήν παρατήρηση-ἐπίθεση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος εἶχε γιά πρότυπο καί ὁδηγό τό Χριστό, τή ζωή τοῦ ἀπό τή Ναζαρέτ μαραγκοῦ πού κατέβαζε τή θεότητα τόσο χαμηλά κι ἔδινε τό «κακό» παράδειγμα. Στά ἴχνη Ἐκείνου ἐπορεύετο ὁ Νεκτάριος. Γιατί ἤτανε ὁ ἐθελοντής πτωχός, ὁ ἰδανικός πτωχός, ὁ συνεχιστής τοῦ Πρώτου Πτωχοῦ, τοῦ Κυρίου Του. Θά μποροῦσε νά ζεῖ ἄνετα, νά κάνει μικρή ἀποταμίευση γιά τά γεράματά του, καί νά μοιράζει κι ἐλεημοσύνες. Δέν τὄκανε ὅμως. Τά μοίραζε ὅλα. Δέν νοιαζότανε γιά τήν αὔριο. Καί πέθανε φτωχός, φτωχότατος, στό θάλαμο ἑνός νοσοκομείου πού ἤτανε μόνο γιά ἄπορους. Καί ζωντάνεψε στήν ἐποχή μας κατά τρόπο θαυμαστό τήν ἀρετή τῆς «κατά Χριστόν πενίας». 
Καί ὕστερα πῶς νά μή μοσχοβολάει μῦρο οὐράνιο ἡ μάλλινη φανέλλα του τήν ὥρα πού τόν ἔντυναν μέ τά σάβανα τῆς κηδείας του καί τήν ἀπόθεσαν κατά λάθος στό διπλανό κρεβάτι ἑνός ἀπό χρόνια κατάκοιτου παραλύτου, πού θεραπεύτηκε καί ἀμέσως σηκώθηκε μόνος του γιά τό σπίτι του. Καί γιά νά θυμηθοῦμε τό φτωχό ἅγιο τοῦ Παπαδιαμάντη στό ὁμώνυμο διήγημά του, «πῶς νά μή μοσχοβολᾶ τό χῶμα πού τό ἔλουσε μέ τό αἷμα του ὁ πτωχός αἰπόλος;». Ἔστι καί ἄλλα πολλά ἅ ἐποίησεν διά τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ ὁ μεγάλος αὐτός θαυματουργός ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ, τά ὁποῖα θά φανοῦν καί θά τά ἰδοῦμε τήν ἡμέρα ἐκείνη. Δικαιώτατα ὁ λαός καί ἰδιαίτερα ὁ κοσμάκης τῆς Αἴγινας καί τοῦ Πειραιᾶ τοῦ ἀπένειμε τόν τίτλο: «Νεκτάριος, ὁ Δεσπότης τῆς φτωχολογιᾶς. 
Εὐχηθεῖτε, Παναγιώτατε, νά 'μαστε τότε κι ὅλοι ἐμεῖς μαζί, στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἑτοιμασμένη γιά ὅλους τούς ζήσαντες καί ζῶντες τήν «κατά Χριστόν πενίαν». Ἀμήν. Εὐχαριστῶ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου