Κάποτε, επισκέφθηκα την Μονή του Βατοπεδίου για υπόθεσι της καλύβης μας. Πρόκειται για μοναστήρι ιδιόρρυθμο τότε (από το 1990 έγινε κοινόβιο) και πολύ πλούσιο. Πριν ξεκινήσω, ο Γέροντάς μου με κατετόπισε σχετικώς προς την μονή και μου έδωσε ορισμένες συμβουλές.
Τέλος μου είπε:
-Πρώτ’ απ’ όλα να συναντήσεις τον γέρο- Ευγένιο, τον δοχειάρη και αυτός θα σε εξυπηρετήση. Πήρα την ευχή του και ξεκίνησα για το μακρινό, αλλά συγχρόνως και απολαυστικό ταξίδι. Τον περισσότερο δρόμο τον έκανα με τα πόδια. Η διαδρομή σε μερικά σημεία ήταν μοναδική. Σπάνια τοπία, δάση, κρύα και γάργαρα νερά.
Μετά από δέκα ώρες πορεία πλησίασα κατάκοπος στο Βατοπέδι.
Είχα φθάσει στα παλαιά ερείπια της Αθωνιάδος σχολής την οποία κάποτε διηύθυνε ο μεγάλος διδάσκαλος του Γένους Ευγένιος Βούλγαρης. Από ψηλά αντίκρυσα τα μεγαλοπρεπή οικοδομήματα πουσυγκροτούν την μονή. Πόσοι άγιοι δεν έζησαν μέσα σ’ αυτά!
Πόσες ιστορίες, θρύλους και θαύματα, πόσους θησαυρούς και θαυματουργές εικόνες δεν κλείνουν μέσα τους!
Πέρασα την πύλη με δέος και θαυμασμό. Βρίσκομαι στο Βατοπέδι, ψιθύρισα μέσα μου. Τον πρώτο μοναχό που συνάντησα τον παρεκάλεσα να μου δείξη το κελλί του γέροντος Ευγενίου. Ήμουν σχεδόν
απ’ έξω. Κτύπησα την πόρτα και περίμενα. Κτύπησα για δεύτερη και τρίτη φορά.
Άκουσα βήματα και σε λίγο βρέθηκε μπροστά μου ένας αρκετά ηλικιωμένος μοναχός. Έβαλα μετάνοια και του είπα από πού έρχομαι και τίνος είμαι υποτακτικός.
Εκείνος, μόλις άκουσε την προέλευσί μου, με πήρε από το χέρι και με ωδήγησε μέσα στο κελλί του, εκδηλώνοντας με τα λόγια και την συμπεριφορά του πολλή αγάπη.
Το περιβάλλον ήταν άκρως ασκητικό. Ο ίδιος, αν και έμενε στο πλούσιο και ιδιόρρυθμο αυτό μοναστήρι, έδειχνε πως ζούσε ζωή σκητιώτικη. Η έκφρασης του, τα λόγια του, κυρίως όμως το κελλί του, σε πληροφορούσαν εύγλωττα για την ασκητικότητα του.
Με άφησε για λίγο μόνο μου, για να ετοιμάση το κέρασμα και για ν’ αλλάξω κι εγώ φανέλλα, πράγμα που συνηθίζουν οι αγιορείται μετά από μεγάλη οδοιπορία. Στο διάστημα αυτό έρριξα μια ματιά σ’ όλο το δωμάτιο. Είδα στον τοίχο να κρέμωνται σε δύο καρφιά ένα ράσο και μια φανέλλα, σε κάποια γωνία ήταν στρωμένη μια μεγάλη πρόβια, πιο πέρα ένα τραπέζι προχειροφτιαγμένο και μια καρέκλα, στην οποία και κάθησα.
Δύο-τρείς εικόνες κρεμασμένες στον τοίχο, συνεπλήρωναν την επίπλωσι του κελλιού. Έμεινα κατάπληκτος. Στο Βατοπέδι βρίσκομαι ή στα Καρούλια; μονολόγησα.
Σε λίγο ήρθε και το κέρασμα. Είπα τον σκοπό της επισκέψεως μου στον γέροντα κι εκείνος μου έδωσε οδηγίες για την τακτοποίησι της εργασίας μου. Η ώρα όμως είχε περάσει. Με φωνή γεμάτη σοβαρότητα και αγάπη μου είπε:
-Θα σε πάω να μείνης απόψε στο αρχονταρίκι, διότι δεν έχω τα μέσα εδώ να σε οικονομήσω.
-Πολύ θα ήθελα, γέροντα, να μείνω απόψε μαζί σας, παρεκάλεσα, έστω και αν περάσω τη νύκτα μου στην καρέκλα.
-Δυστυχώς, μου λέει, και αυτή μια την έχω. Αύριο το πρωί, αφού τακτοποιήσης την εργασία, για την οποία ήλθες, να περάσεις από εδώ να φάμε μαζί. Τότε θα έχουμε αρκετή ώρα στην διάθεση μας, για να γνωρισθούμε καλύτερα.
Όλη σχεδόν την νύκτα είχα στον λογισμό μου τον γέρο-Ευγένιο με την ασκητική του μορφή, την προβιά, την μία καρέκλα, το τραπέζι, την πρωτόγονη «κρεμάστρα» και τις λίγες εικόνες.
Άραγε μονολογούσα, στην προβιά να κοιμάται, να κάθεται στην μοναδική εκείνη καρέκλα και να τρώη σ’ εκείνο το πρόχειρο τραπέζι; Μέσα στο Βατοπέδι, οπού τα πάντα μαρτυρούν αρχοντιά και ευμάρεια, υπάρχουν τέτοιοι ασκηταί; Θεέ μου, πότε θα ξημερώση!
Το πρωί, μόλις ετελείωσα τις εργασίες μου, έτρεξα κατ’ ευθείαν στον γερο-Ευγένιο. Τον ευρήκα να ετοιμάζη το μεσημβρινό φαγητό. Μόλις ετελείωσε, χωρίς να περιμένη την συνηθισμένη ώρα, τοποθέτησε ένα σοφρά ύψους είκοσι περίπου εκατοστών επάνω στην προβιά κι εκεί έβαλε το λιτό φαγητό. Ύστερα καθήσαμε κι εμείς πάνω σ’ αυτήν κι αρχίσαμε να τρώμε.
Καλωσυνάτος και γελαστός, κάθε τόσο μου επανελάμβανε:
-Τρώγε, παιδί μου, τρώγε, διότι έχεις πολύ δρόμο μέχρι να φτάσης στην σκήτη σου.
Εκείνος όμως έβαζε στο στόμα του ελάχιστες μπουκιές.
-Γέροντα, έχετε πολλά χρόνια στο μοναστήρι;
-Τριάντα περίπου. Πριν έλθω εδώ, ήμουν στην Βατοπεδινή Σκήτη, στην οποία κοινοβίασα από μικρό παιδί. Στο μοναστήρι ήλθα για να βοηθήσω τους πατέρας, επειδή είχαν ανάγκη από δοχειάρη.
-Αυτό είναι το δωμάτιο, που μένετε;
-Ναι. Αφ’ ότου ήλθα, μένω εδώ. Είναι καλό το δωμάτιό μου. Δεν το πιάνει πολύ ο βοριάς και τον χειμώνα έχει ζέστη. Ανάβω και μια μικρή θερμάστρα και περνώ καλά τις νύκτες μου.
-Ακολουθείτε το τυπικό της μονής, ως προς τις ακολουθίες ή έχετε δικό σας;
-Προσπαθώ να περνώ τις νύκτες μου συνομιλώντας με τον Θεόν. Δεν έχω όμως ακόμη την πληροφορία, ότι γίνονται δεκτές οι προσευχές μου αυτές. Κτυπώ το στήθος μου σαν τον τελώνη και φωνάζω το «ήματρον» σαν τον άσωτο, για να λάβω την δικαίωσι και «την στολήν την πρώτην».
Καθώς μιλούσε, άρχισαν να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια του, ήσαν δάκρυα ενός αγίου. Όλα μαρτυρούσαν ότι επρόκειτο για έναν εξηγιασμένο μοναχό. Λές κι ο Γέροντας μου μ’ έστειλε ειδικά, για να γνωρίσω αυτή την αγία ψυχή. Δεν ήθελα τίποτε άλλο.
Επέστρεψα λοιπόν στην καλύβη μας, ανέφερα τα όσα είδα και άκουσα και δοξάσαμε όλοι μαζί τον Θεόν, διότι το Άγιον Όρος κρύβει παντού αγίους.
«Από το περιβόλι της Παναγίας - Νοσταλγικές αναμνήσεις», Αρχιμ. Χερουβείμ.
Πηγή: xristianos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου