Από το 1970 ιδιαίτερα η ακτινοβολία του ιερομονάχου Ιακώβου υπήρξε ευθέως ανάλογη προς τα βάσανά του. Χωρίς τέλος τα βάσανα, χωρίς όρια και η ακτινοβολία.
Μιλούσανε γι’αυτόν όχι μόνο στην περιοχή μα και σ’ όλη την Εύβοια. Στην Αττική και την πρωτεύουσα τον γνωρίζανε πολλοί και πηγαίνανε να τον ιδούν, να τον ακούσουν, να εξομολογηθούν. Όταν όμως λίγο αργότερα, το 1972, προέκυψε θέμα νέου ηγουμένου, δεν κρίθηκε κατάλληλος από τον τότε μητροπολίτη Χαλκίδας Νικόλαο.
Περάσανε τρία χρόνια. Υπακοή απόλυτη ο μεγάλος μας ασκητής και στο νέο ηγούμενο, το νεαρό τότε ιερομόναχο Χριστόδουλο, ηγούμενον τώρα της μεγάλης αγιορειτικής μονής του Κουτλουμουσίου. Είχε τόσες αρετές και του έδωσε ο Θεός τόσα έκτατα χαρίσματα, ώστε δε δυσκολεύτηκε να υποταχτεί στο νεαρό ηγούμενο. Αντίθετα, τον αγαπούσε πολύ –άλλωστε τον ήξερε από μικρό παιδάκι και τον εξομολογούσε.
Στα τρία χρόνια δημιουργήθηκε πάλι θέμα ηγουμενίας. Ο νέος μητροπολίτης Χρυσόστομος προσέβλεψε τότε πολύ σωστά στον π. Ιάκωβο, που δίσταζε κι έδειχνε απροθυμία. Υπέκυψε τελικά και από τις 25 Ιουνίου του 1975 τέθηκε «επί την λυχνίαν», έγινε Ηγούμενος.
Νέες ευθύνες, πολλά τα βάσανα, μεγαλύτερη ακτινοβολία. Η ανακαίνιση της Μονής, που είχε ήδη αρχίσει επί Νικοδήμου με δύναμη κινητήρια τον Ιάκωβο, τώρα προχώρησε αλματικά. Φρόντιζε και τη Μονή και όλη την περιοχή. Γι’αυτό, στα φοβερά χρόνια 1978/9, που καήκανε πάμπολλα δάση στην Ελλάδα, έβγαινε τα μεσάνυχτα έξω από τη Μονή, άλλοτε μόνος και άλλοτε με τους μοναχούς, κι έκανε συνεχώς Παρακλήσεις, να γλιτώσει ο τόπος από την κατάρα των πυρκαγιών. Περισσότερο από τα κτίρια –που τα ήθελε καλά και στέρεα, μα πολύ απλά, καλογερικά– νοιαζότανε για την εσωτερική ζωή του κοινοβίου. Αυτή κυρίως τον πονούσε. Τρεις όλοι κι όλοι οι μοναχοί. Παρά την ακτινοβολία του, παρά τα θαύματα που έκανε, δεν έβλεπε νέους μοναχούς. Πολλοί νέοι υποψήφιοι μοναχοί τον συμβουλεύτηκαν κι εξομολογήθηκαν εδώ, μα πήγαν αλλού και μόνασαν.
Ένας νεαρός Ηγούμενος, που πήγε την εποχή εκείνη να τον γνωρίσει και να τον συμβουλευτεί, τον ρώτησε:
–Πως, γέροντα, και δεν έχεις περισσότερους μοναχούς, αφού τόσοι ενδιαφερόμενοι περνούν από σένα;
Και ο γέροντας χωρίς δυσκολία, είπε:
–Φαίνεται, πάτερ, καλά ξέρω μόνο τα πρώτα γράμματα, τα βαθιά δεν τα ξέρω…
Και πράγματι, περάσανε 12 χρόνια για να δει νέο μοναχό.Περίμενε μέχρι το 1987. Αλλ’ αυτό δεν οφειλόταν στο ότι δεν ήξερε «τα βαθιά γράμματα». Ένας χαρισματούχος, ένας θεόπτης, στον οποίο καταφεύγανε για συμβουλές πάμπολλοι μοναχοί από διάφορα μοναστήρια, τα ξέρει καλά τα «γράμματα» του μοναχισμού, το πώς εισάγει ο γέροντας τον υποψήφιο στο πνεύμα και στο πλαίσιο του μοναχισμού. Αλλού βρισκόταν η αιτία –ή μάλλον οι αιτίες– και είναι δύσκολο να ερευνηθούν η διάκριση του γέροντα Ιακώβου και η κρίση του Θεού επί του προκειμένου. Γι’ αυτό ας αφήσουμε το ζήτημα τούτο.
Λίγοι λοιπόν οι μοναχοί, αλλά οι Ακολουθίες γινόσανε κανονικά, οι αρετές του μοναχισμού φαινόσανε και στα πρόσωπα. Κι ένα μεσημέρι ο Σατανάς το ’δειξε με το δικό του τρόπο στον Ηγούμενο. Με κλειστή πόρτα φάνηκε ξαφνικά στην αυλή μια δύστυχη άσκημη γριά με χαλκά στη μύτη. Ο γέροντας:
–Έλα να προσκυνήσεις, πού θ’ έρχεσαι; Κάτσε να ξεκουραστείς μια μέρα.
Και η γριά:
–Τι λες, εδώ δεν κάθομαι ούτε μισή ώρα, εδώ λειτουργάτε κάθε μέρα, προσευχόσαστε… πάω στο (τάδε μοναστήρι) θ’ανακατώσω καμιά βδομάδα κι έπειτα θα πάω αλλού.
–«"Μήπως είσαι ο Σατανάς; και προτείνει ο Ηγούμενος τον ξύλινο Σταυρό καταπάνω της. Ο Σατανάς με τη μορφή της γριάς εξαφανίστηκε αμέσως, αλλά δεν απογοητεύτηκε. Την άλλη μέρα, μέσα στο κελί του, την ώρα που ετοιμαζότανε ν’ αρχίσει την πολύωρη προσευχή κι έβαζε λιβάνι στο θυμιατό, ένας τρομακτικός σκελετός φάνηκε μπροστά του. Ξεκρέμασε ο γέροντας την εικόνα της Παναγίας, την πρότεινε καταπάνω του κι εξαφανίστηκε. Αυτό έγινε πολλές φορές. Άλλοτε ο Σατανάς πήρε τη μορφή απαίσιου μεγαλόσωμου τράγου και πήγε να χτυπήσει το γέροντα καταπρόσωπο.
Είχε όμως κι άλλο τρόπο να ενεργεί ο Σατανάς, πολύ πιο αποτελεσματικό. Έβαζε ανθρώπους να καταπατούν τα πολύ λίγα χωράφια του μοναστηριού ή να το αδικούν αλλιώς. Έτσι και τη φορά τούτη. Ο γέροντας λιγοψύχησε. Το κατάλαβε ο Σατανάς, εμφανίστηκε και του είπε:
–Εγώ σ’τα κάνω ρε… να σε σκάσω, δε θα σ’αφήσω να ησυχάσεις, αύριο θα πάρεις κι ένα χαρτί. Την άλλη μέρα πράγματι του ήρθε κλήση για δικαστήριο. Έχασε το κουράγιο του ο γέροντας. Τον βρήκε η ανηψιά του Μαρία σε κακό χάλι. Άδικα προσπάθησε να τον παρηγορήσει. Κατεβήκανε από το κελί, να πάνε στην κουζίνα για ένα καφέ. Περνώντας από την κεντρική πόρτα του ναού, ο γέροντας έστριψε δεξά και μπήκε στο ναό. Ακολούθησε απορημένη και η Μαρία, που στάθηκε στο παγκάρι. Εκείνος προχώρησε ίσια στο τέμπλο, στην εικόνα του οσίου Δαβίδ. Εκεί άκουσε η Μαρία τα εξής:
–Τι κάθεσαι, άγιε μου Δαβίδ. Εσύ κάθεσαι στην εικόνα κι αφήνεις τον Ιάκωβο να τα βγάλει πέρα… Ο Ιάκωβος τελείωσε, δεν μπορεί τίποτα, Δε σου κάνει τίποτα άλλο, κατέβα και κανόνισέ τα…
Είπε κι άλλα ο γέροντας με το ίδιο αυστηρό ύφος, αλλά η Μαρία φοβήθηκε, βγήκε, δεν άκουσε τα υπόλοιπα.
"Αυτός είχε μέγα προορατικό… το έκρυβε για να μη δοξάζεται”.
Αυτοί μάλιστα που πρωτοεπισκεπτόσανε τη Μονή δοκίμαζαν κάποτε κάποτε κι ένα σοκ. Φτάνοντας άγνωστοι, τους καλούσε με τ’ όνομά τους ή τους έλεγε τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν μέχρι να φτάσουνε στη Μονή. Παραταύτα, με το προορατικό χάρισμα ήτανε πολύ προσεκτικός. Ενώ γνώριζε τα μύχια της καρδιάς του συνομιλητή του, δεν του το έλεγε. Φυλάκιζε το προορατικό του χάρισμα. Και όπως είπε, ημέρες μετά την κοίμηση του π. Ιάκωβου, σπουδαίος και μακαριστός αββάς ο π. Πορφύριος:
–Αυτός (= ο π. Ιάκωβος) είχε μέγα προορατικό χάρισμα, το οποίο έκρυβε επιμελώς για να μη δοξάζεται. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους αγίους του αιώνα μας.
Και σ’αυτήν όμως την περίπτωση δεν του ’λειπε η διάκριση, κάθε άλλο. Το 1979 ήρθαν οι καθηγητές ενός Λυκείου, χωρίς να έχουν ειδοποιήσει σχετικά. Αυτοί μεταξύ τους είχανε πολλά προβλήματα και ένεκα τούτων πήγανε στο γέροντα. Όταν καθήσανε για καφέ, ήρθε και ο γέροντας, που άρχισε να τους λέει διάφορα πράγματα και συγκεκριμένες συμβουλές, που αποτελούσαν λύση στα αντίστοιχα προβλήματα των καθηγητών, οι οποίοι φυσικά μείνανε εμβρόντητοι. Συμπεριφέρθηκε έτσι, γιατί κανείς τους δε μιλούσε μπροστά σε όλους για τα προβλήματα εκείνα.
Το ίδιο έκανε, όταν έκρινε σκόπιμο, σε εξομολογουμένους. Μη προοδευμένοι, διστακτικοί, ντροπαλοί, άμαθοι, μπαίνανε για εξομολόγηση. Εκείνος γονάτιζε και άρχιζε με τρόπο να λέει τους πειρασμούς, τις αμαρτίες, τις πτώσεις, τους λογισμούς του επίσης γονατιστού εξομολογουμένου, στον οποίο με αγάπη και θωπευτική αυστηρότητα συνιστούσε τα πρέποντα πνευματικά φάρμακα. Το λένε πολλοί, ακόμα και μοναχοί:
–Εγώ στην εξομολόγηση δεν του είπα τίποτα. Ο γέροντας τα έλεγε, κι εγώ κούναγα κάθε φορά το κεφάλι.
Κι ενώ δεν είχε πάει ούτε στην πρώτη Γυμνασίου και αγνοούσε ψυχολογία και παιδαγωγική, προσαρμοζόταν εύκολα στο επίπεδο του συζητητή και του εξομολογουμένου.
Ο γεωργός τον ένιωθε δικό του, το ίδιο και ο υπάλληλος. Επίσης ο καθηγητής Πανεπιστημίου και ο αεροπαγίτης όχι μόνο δεν είχε δυσκολία μαζί του, μα του δημιουργούσε το αίσθημα ότι ο γέροντας βρισκότανε με τις κουβέντες που έλεγε στο επίπεδό του. Δεν υπήρξε καθόλου τυχαίο ότι πολλοί καθηγητές Πανεπιστημίων και ανώτατοι δικαστικοί τον συμβουλεύτηκαν κι εξομολογήθηκαν ενώπιόν του. Το ίδιο πάμπολλοι κληρικοί, εξομολόγοι και οι ίδιοι. Επίσκοποι και Πατριάρχης σκύψανε κι εξομολογήθηκαν στον χωρίς πτυχία γέροντα Ιάκωβο. Και όλοι φύγανε αναπαυμένοι, παρηγορημένοι, με νέο κουράγιο για πνευματικό αγώνα.
Άλλωστε, είχε τόση λαχτάρα να βλέπει τους ανθρώπους να προσέρχονται στη θεία Ευχαριστία, που, μόλις διέκρινε ειλικρινή μετάνοια, δεν έβαζε σκληρούς κανόνες. Έδειχνε μεγάλη συγκατάβαση κι επιείκεια στους εξομολογουμένους. Όμως, δεν μπορούσε να παραβλέψει και βασικές αρχές. Έτσι, το 1987, δεν επέτρεψε σε μία κοπέλα να κοινωνήσει. Εκείνη επισκέφτηκε κάποιον επίσκοπο, που της είπε να κοινωνήσει. Δυο φορές όμως που η κοπέλα προσήλθε στη θεία Ευχαριστία, διαπίστωσε κάτι περίεργο: στο στόμα της, με τη λαβίδα, δεν έμπαινε τίποτα. Τρόμαξε, μετανόησε κι έσπευσε να εξομολογηθεί πάλι στον π. Ιάκωβο.
Κάτι ανάλογο, καθώς διηγήθηκε ο ίδιος ο π. Ιάκωβος, συνέβη μ’ένα δημοσιογράφο, που θέλησε να κοινωνήσει χωρίς να πρέπει:
–Την ώρα που πήγα να τον κοινωνήσω δίστασα… άγιέ μου Δαβίδ… και περνά από την αγία λαβίδα μια χρυσή λάμψη πάνω από το κεφάλι μου και πάει στην αγία Τράπεζα…
Η λάμψη αυτή, την οποία «είδε, έλεγε, μοναχός, αρετής άνθρωπος», σήμαινε ότι το άγιο Πνεύμα δεν άφησε το σώμα και το αίμα του Κυρίου να πάει σε ακάθαρτον άνθρωπο. Το πρόσωπο του οποίου μάλιστα έδειχνε με μια μαυρίλα, ότι κάποια σχέση είχε με μάγια, καθώς εξηγούσε ο π. Ιάκωβος.
Η διάκρισή του ήτανε τόσο μεγάλη που και πνευματικοί άνθρωποι δεν καταλάβαιναν τη στάση του. Όταν του είπε το πνευματικό του τέκνο ότι αυτή την άσκηση την έκανε γιατί την διάβασε στο Βίο του τάδε Αγίου, ο γέροντας εξήγησε ότι αυτά δεν εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο απ’ όλους τους ανθρώπους και σε όλες τις περιστάσεις. Χρειάζεται διάκριση:
–Οι άγιοι έκαναν το καθετί με διάκριση.
Απόσπασμα από το βιβλίο "Ο Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης", εκδόσεις «Τροχαλία».
Πηγή: myriobiblos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου