- Δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν..., ἡ φωνή τοῦ Ἀφυπνιστῆ1 ἀντήχησε μέσα στήν παγωμένη νύχτα τοῦ χειμώνα καί ταυτόχρονα ἕνας ρυθμικός χτύπος ἀκούστηκε στην πόρτα τοῦ κελλιοῦ.
Ὁ μοναχός ξύπνησε. Κοίταξε γύρω του. Σκοτάδι ἁπλώθηκε σ’ ὅλο τό κελλί του. Ἡ ἀμέλεια ρίχνει τά πρῶτα βέλη της, γιά νά λαβώσει τόν ἀγωνιστή.
- «Εἶναι νωρίς ἀκόμη», τοῦ ψιθυρίζει. «Κοιμήσου λίγο νά ξεκουραστῇς καί ἀργότερα μέ ὄρεξι... θά κάνῃς τά πνευματικά σου».
Ὁ μοναχός ξύπνησε. Κοίταξε γύρω του. Σκοτάδι ἁπλώθηκε σ’ ὅλο τό κελλί του. Ἡ ἀμέλεια ρίχνει τά πρῶτα βέλη της, γιά νά λαβώσει τόν ἀγωνιστή.
- «Εἶναι νωρίς ἀκόμη», τοῦ ψιθυρίζει. «Κοιμήσου λίγο νά ξεκουραστῇς καί ἀργότερα μέ ὄρεξι... θά κάνῃς τά πνευματικά σου».
Ὁ μοναχός ὅμως δέ φαίνεται νά συμφώνησε μέ τό λογισμό.
- «Ἀμήν», ἀπαντᾶ ἀμέσως. Ἡ πρώτη νίκη τῆς νύχτας! Καί ταυτόχρονα χαρά μεγάλη στόν οὐρανό. Οἱ ἄγγελοι χειροκρότησαν τόν ἀγωνιστή. Ἀλλά ὁ δαίμονας τῆς ἀμελείας δέν ἀποθαρρύνεται.
- «Εἶναι νύχτα καί ἔχει ὑγρασία. Πῶς θά προσευχηθῇς;».
Καί εἶναι ἀλήθεια πώς στον Ἄθω αὐτή τήν ἐποχή ἔχει ὑγρασία. Τό «δι’ εὐχῶν» ἀκούγεται καί πάλι ἔξω ἀπό την πόρτα.
- «Ἀμήν! Ἀμήν!», ξαναφώναξε ὁ Ἀδελφός. Δέν ὑπέκυψε στή φωνή τοῦ Πονηροῦ, πού προσπαθοῦσε νά τόν δελεάσει μέ τήν πρόσκαιρη ἀπόλαυση τοῦ ὕπνου.
- «Ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι», ψέλλισε. Ὕστερα ἐπικαλέστηκε τόν Κύριο:
«Βοήθα με, Θεέ μου, νά σηκωθῶ». Ὁ φύλακας ἄγγελος τῆς ψυχῆς, πού ἀγρύπνησε ὅλη τή νύχτα στό κελλί τοῦ μοναχοῦ, χαρούμενος τοῦ ἔδωσε τό χέρι, γιά νά τόν σηκώσει, κι ἔτσι ὁ ἀδελφός πετάχτηκε ὁλόρθος ἐπάνω. Φόρεσε τό μάλλινο χοντρό σκοῦφο του καί ψηλαφώντας μέ τά ροζιασμένα χέρια του τούς κρύους τοίχους, ἄναψε μέ δυσκολία τό καντήλι.
Ἔπειτα σταυροκοπήθηκε μέ εὐλάβεια ἀργά-ἀργά κι ἀτένισε διστακτικά καί μέ φόβο πρός τό ἀμόλυντο πρόσωπο τοῦ Κυρίου. Ὕστερα γύρισε πρός τήν Κυρία τοῦ Ὄρους.
Ἐκεῖ πῆρε ἡ ἔκφραση τοῦ προσώπου του ἕνα παρακλητικό ὕφος. Τέλος στράφηκε και πάλι πρός τόν Παντοδύναμο μέ ἀποφασιστικότητα.
- «Εἰς τό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος...», πρόφερε με τή βραχνή φωνή του καί ἄρχισε τήν προσευχή του. Αὐτό ἦταν ὅλο. Ἔφυγε ὁ δαίμων τῆς ἀμελείας σκυθρωπός καί κατῃσχυμμένος.
Στό εἰκονοστάσι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μέ τό Εὐαγγέλιο ἀνοιχτό. Ὁ ἀδελφός δέν μπορεῖ νά διακρίνει τί γράφουν οἱ σελίδες του, μέσα στό ταπεινό φῶς τοῦ κελλιοῦ του.
- «Θά προχωρήσω κοντά νά διακρίνω τί λέει», σκέφτηκε.
«Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες και πεφορτισμένοι κἀγώ ἀναπαύσω ἡμᾶς...».
«Ἄν βάλω ἐγώ ἕνα βῆμα νά πλησιάσω τήν εἰκόνα Του, θά βάλει κι Ἐκεῖνος ἄλλα ἐννέα, γιά νά σώσει τήν εἰκόνα Του, την παναθλία ψυχή μου. Ἀρκεῖ νά δεῖ την προσπάθειά μου. Ἄν διώξω τήν ἀμέλεια, θά μοῦ δώσει προσευχή. Ἄν διώξω τον ὕπνο, θά μοῦ δώσει τή θεία Χάρη Του.
«Μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός νά Τόν πλησιάσουμε. Νά ἀφήσουμε τά γήινα, τίς ἀναπαύσεις, τίς ἀπολαύσεις, τίς ὑπερβολικές μέριμνες, τό ἄγχος, τά πάθη μας, τίς μικρότητές μας, τίς ἀτέλειές μας, τήν ὀκνηρία μας, τόν πόνο, τίς θλίψεις μας καί να κάνουμε ἕνα βῆμα πρός Αὐτόν. Αὐτό το λίγο, τό ἕνα βῆμα πού θά κάνουμε, θά το πολλαπλασιάσῃ. Θά μᾶς ἀνακουφίσῃ ἀπό ὅ,τι μᾶς βαραίνει. Θά μᾶς γεμίσῃ ἀπ’ ὅ,τι ἔχουμε ἀνάγκη. Θά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό ὅποια θλίψη πιέζει τήν ψυχή καί τό σῶμα μας».
Αὐτά μονολόγησε κι ἔπειτα ἔμεινε για λίγο σιωπηλός.
Σέ λίγο κοίταξε τό εἰκόνισμα. Σάν να συνῆλθε ἀπό τούς λογισμούς του και ἄρχισε νά γυρίζει τό κομποσχοίνι. Το κομποσχοίνι μοιάζει μέ ἱμάντα, ὁ ὁποῖος κινεῖ τή μηχανή τῆς ψυχῆς. Συνδέει το σῶμα μέ τήν ψυχή. Σέ λίγο, ἐνῶ τραβοῦσε ρυθμικά τό κομποσχοίνι, ἄρχισε νά σκέφτεται τά οὐράνια, νά ἀνεβαίνει σέ θεωρίες ὑψηλές, νά σκέφτεται γιά τόν Θεό, γιά τούς Ἀγγέλους, γιά τή Δημιουργία τοῦ Σύμπαντος, γιά τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, γιά τήν Παγκόσμια Ἀνάσταση ὅλων στούς ἐσχάτους χρόνους, για τή Δευτέρα Παρουσία, γιά τήν Κόλαση και τόν Παράδεισο. Θυμήθηκε θαυμαστά γεγονότα πού τοῦ συνέβησαν παλαιότερα, ὅπου ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐμφανής. Ἔφερε στό νοῦ του ἁγίους καί ἐναρέτους ἄνδρες μέ τούς ὁποίους συναναστράφηκε στό παρελθόν καί συλλογίστηκε τον τρόπο μέ τόν ὁποῖο ζοῦσαν τήν ἐν Χριστῷ ζωή ὁ καθένας. Ὅλα ὅμως αὐτά ἦταν εἰσαγωγικά γιά τήν προσευχή του.
- «Θά προσπαθήσω να τά ἀφήσω ὅλα αὐτά καί νά διώξω κάθε λογισμό». Τοῦ ἦρθε στό νοῦ ἡ φράση τοῦ γέροντος ἀπ’ τό Γεροντικό «νοῦν τηροῦμεν».
Συγκεντρώνει τό νοῦ του στά λόγια τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με...». Λέει τήν εὐχή ἀργά, ρυθμικά καί μέ νόημα. Ἀκόμη ὅμως δέν αἰσθάνεται τίποτε τό διαφορετικό στήν ψυχή του. Τίποτε τό θεϊκό. Ἄν καί δέν τό ψάχνει με ἄγχος. Ἁπλά καί ἤρεμα καί ὅ,τι δώσει ὁ Θεός. Τό μόνο πού θέλει εἶναι νά ἑνώσει τό νοῦ του μέ τόν Θεό.
Κάποια στιγμή φαίνεται νά ἐπιμένει περισσότερο στήν εὐχή˙ ἀλλά καμιά ἀλλοίωση στήν ψυχική του διάθεση. Κάτι δεν κάνει σωστά, κάτι ξέχασε. Πέρασαν ἀκόμη λίγα λεπτά, ἀλλά τίποτε. Τότε θυμήθηκε τό γραφικό: «Ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι Χάριν».
Τοῦ ἦρθε μάλιστα ἐκείνη τή στιγμή, σαν ἀστραπή στό νοῦ, τό πάθημα τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, πού δέν ταπεινωνόταν στήν προσευχή του. «Λοιπόν, πρέπει νά βάλω τόν ἑαυτό μου κάτω ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, σκέφτηκε, ἀφοῦ τέτοιος εἶμαι˙ ὁ πιό ἁμαρτωλός ἄνθρωπος».
Τί τό ἐπέκεινα; Δέν παραβλέπει ὁ Θεός τήν προσπάθειά του, κι ἐνῶ ἐκεῖνος τραβοῦσε ρυθμικά τό κομποσχοίνι, ἄκουσε Ἐκεῖνος τή δέησή του καί θέλησε νά τον παρηγορήσει. Ἀφοῦ ταπεινώθηκε τόσο καί ἀγωνίστηκε τόσο, κάμφθηκε ἡ εὐσπλαχνία Του. Καί τί συνέβη; Ἄρχισε να γεμίζει ἡ ψυχή του ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Νά ἀγαλλιάζει. Νά ἠρεμεῖ. Νά λεπτύνεται ὁ νοῦς του. Αἰσθάνθηκε στό νοῦ του διαύγεια. Τοῦ ἔφυγε ἡ νύστα καί ἡ ὀκνηρία. Τοῦ ἦρθε ὄρεξη γιά περισσότερη προσευχή. Μιά χαρά ἀνεκλάλητος πότισε ὅλες τις φλέβες του. Τοῦ ἦρθε μιά ἀγάπη γιά τον Θεό, μιά ἀνεξήγητη καί ἀπρόσμενη συμπάθεια πρός τόν πλησίον, πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους. Πέφτει κάτω στό ἔδαφος, γονατίζει καί χύνει δάκρυα˙ δάκρυα ἀσταμάτητα. «Ἥμαρτον Θεέ μου», κραυγάζει μέ λυγμούς, «καί οὐκ εἰμί ἄξιος ἀτενίσαι εἰς τό ὕψος τοῦ οὐρανοῦ». Δεν μπορεῖ νά πεῖ ἄλλα λόγια. Τό μόνο πού κάνει εἶναι τό ὅτι προφέρει ἀκαταπαύστως τή μονολόγιστη εὐχή τοῦ Ἰησοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, Ἰησοῦ μου γλυκύτατε!»...
Ἔχει προχωρήσει ἡ νύχτα. Ξάφνου ἀκούγεται ἡ καμπάνα πού προειδοποιεῖ πώς σέ λίγο θά ἀρχίσει ἡ ἀκολουθία. Δεν κατάλαβε πότε πέρασαν τόσες ὧρες. Ἐγείρεται, καί ἀρχίζει να ἑτοιμάζεται για τή νυχτερινή ἀκολουθία. Σέ λίγο ἀκούγεται ὁ ρυθμικός χτύπος τοῦ τάλαντου.
- «Ἐξεγερθέντες τοῦ ὕπνου προσπίπτομέν σοι Ἀγαθέ...», κάποιος ἀπό τους ἀδελφούς στήν Ἐκκλησία ἄρχισε νά ἀναγινώσκει τό Μεσονυκτικό. Οἱ Πατέρες ἕνας-ἕνας κατεβαίνουν στό καθολικό2. Ἀνάμεσά τους κι ὁ ἀγωνιστής ἀδελφός. Χαιρετοῦν τά εἰκονίσματα. Καταλαμβάνουν τά στασίδια σάν μέλισσες πού μπαίνουν στίς φωλιές τους. Ἐκεῖ θα συνεχίσουν τήν ὑπόλοιπη νύχτα πάλι με προσευχή. Τό πνευματικό νέκταρ, πού ἀπήλαυσαν πρό ὀλίγου στό κελλί τους, αὐξάνεται. Ἀλλάζει χρῶμα, γίνεται μέλι, γλυκαίνει τό νοῦ καί τρέφει τήν ψυχή. Ἡ εὐχή τοῦ Ἰησοῦ τρέχει συνέχεια στό στόμα τους. Ὁ ἀδελφός ὄρθιος ἀτενίζει τήν εἰκόνα τοῦ Παντοκράτορος στό τέμπλο. Ἔτσι προσηλωμένος στίς θεῖες θεωρίες, οὔτε κατάλαβε πότε ἔφθασε ἡ ἀκολουθία στην Ἀπόλυση.
- «Δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν...». Ὁ ἐφημέριος μέ τό βλέμμα προσηλωμένο κάπου βαθιά στό δάπεδο, στα τρία μέτρα, κάνει τήν ἀπόλυση κι ἐπισφραγίζει τή νυχτερινή ἀκολουθία. Ὁ ἀδελφός ἐξέρχεται μεταρσιωμένος, κρατώντας μιά πνευματική ἀνθοδέσμη με ἄνθη εὐωδιαστά. Εἶναι οἱ καρποί τῆς χθεσινῆς νύχτας. «Δόξα σοι ὁ Θεός...», προφέρει τό στόμα του καί χάνεται μέσα σ’ ἕνα ὑπέροχο ἁγιορείτικο λυκαυγές, πού ἄρχισε νά ἁπλώνει στόν ὁρίζοντα τά θαυμάσια χρώματά του...
1 Ἀφυπνιστής, ὁ Μοναχός πού εἶναι ὑπεύθυνος νά κάνει ἐγερτήριο, περιερχόμενος τά κελλιά τῶν Πατέρων!
2 Καθολικό, ὁ κεντρικός ναός τοῦ Μοναστηριού
Πηγή: Από το Περιοδικό «Η Δράσις μας», Τεύχος 487.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου