Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

Τῆς Σαμαρείτιδος (Ἰωάν. δ΄5-42)

Ὅλην τὴν περίοδον τὴν ὁποία διανύουμε τώρα καὶ ἐπεκτείνεται σὲ πενήντα ἡμέρες, ἑορτάζουμε τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, φανερώνοντας μὲ τὴν παράτασιν αὐτὴ τὴν ὑπεροχή της σὲ σχέσι μὲ τὶς ἄλλες ἑορτές, ἂν καὶ ὁ ἀριθμὸς αὐτὸς τῶν ἡμερῶν περιέχει καὶ τὴν ἐπέτειο μνήμη τῆς ἐπανόδου στοὺς οὐρανούς• ἀλλὰ καὶ αὐτὸ δεικνύει τὴν διαφορὰ τοῦ ἀναστάντος Δεσπότου ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἔχουν κατὰ καιροὺς ἀναβιώσει. 
Πράγματι, ὅλοι ὅσοι ἔχουν ἀναστηθῆ ἐκ τῶν νεκρῶν, ἀνεστήθησαν ἀπὸ ἄλλους, καὶ ἀφοῦ πάλιν ἀπέθαναν, ἐπέστρεψαν, στὴν γῆ• ὁ δὲ Χριστός, ἀφοῦ ἀνέστη ἐκ νεκρῶν «θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει».
Διότι μόνον αὐτός, ἀφοῦ ἀνέστησε ὁ ἴδιος τὴν τρίτη ἡμέρα τὸν ἑαυτό του, δὲν ἐπέστρεψε πάλι στὴν γῆ, ἀλλὰ ἀνῆθλε στὸν οὐρανό, καθιστῶντας τὸ φύραμά μας ὁμόθρονο μὲ τὸν Πατέρα ὡς ὁμόθεον. Γιὰ τὸν λόγον αὐτὸ εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἔγινε ἀρχὴ τῆς μελλούσης κοινῆς ἀναστάσεως, «ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων», «πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν», καὶ «τοῦ μέλλοντος αἰῶνος πατήρ». 

Καὶ ὅπως ὅσοι εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Ἀδὰμ ἀποθαίνουν ὅλοι, ἁμαρτωλοὶ καὶ δίκαιοι, ἔτσι καὶ ὅσοι εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, θὰ ζωοποιηθοῦν ὅλοι, ἁμαρτωλοὶ καὶ δίκαιοι, ἀλλὰ ὁ κάθε ἕνας στὴν τάξι του• «ἀπαρχὴ Χριστός, ἔπειτα οἱ τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ (δευτέρᾳ) παρουσία αὐτοῦ, εἶτα τὸ τέλος, ὅταν καταργήσῃ πᾶσαν ἀρχὴν καὶ ἐξουσίαν καὶ δύναμιν καὶ θῆ πάντας τοὺς ἐχθροὺς ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. Ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος» κατὰ τὴν κοινὴν ἀνάστασι, μὲ τὴν ἔσχατη σάλπιγγα• «δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τούτου ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν».


Τόσο μεγάλην δωρεά μᾶς ἔχει προξενήσει ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου καὶ γιὰ τοῦτο μόνον αὐτῆς τὸν ἑορτασμὸ παρατείνουμε ἐπὶ τόσες ἡμέρες, ἐπειδὴ εἶναι ἀθάνατος καὶ ἀνώλεθρος καὶ ἀΐδιος• αὐτὲς προεικονίζουν τὴν μελλοντικὴ μακαριότητα τῶν ἁγίων, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἔχει ἐξαφανισθῆ κάθε ὀδύνη καὶ λύπη καὶ στεναγμός• ἐκεῖ ἐπικρατεῖ χαρὰ καὶ πανήγυρις διαρκής, ἔνθεος καὶ ἀναλλοίωτος• ἐκεῖ πράγματι εἶναι τῶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία.


Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος ἐνομοθέτησε πρὶν ἀπὸ τὴν περίοδο αὐτὴ νὰ διερχώμεθα τὴν ἱερὰν Τεσσαρακοστὴ μὲ νηστείαν, ἀγρυπνία καὶ προσευχή, καὶ ἄσκησι σὲ ὅλες γενικῶς τὶς ἀρετές• μὲ τὴν τεσσαρακοντάδα τῶν ἡμερῶν δεικνύει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦν οἱ σωζόμενοι στὸν αἰῶνα τοῦτο, ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ μετάνοια καὶ βίο θεοφιλῆ• μὲ τὴν Πεντηκοστὴ δὲ αὐτή, τὴν ὁποία διανύουμε τώρα, δεικνύει τὴν ἄνεσι καὶ ἀπόλαυσι ποὺ ἀναμένει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ἐδῶ ἐναγωνίως γιὰ τὸν Θεό.


Γιὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἐκείνη μὲν εἶναι Τεσσαρακοστὴ καὶ συνδέεται μὲ τὴν ἀνάμνησι τῶν σωτηρίων Παθῶν τοῦ Κυρίου, λύεται δὲ ἡ νηστεία μετὰ τὴν ἑβδόμην ἑβδομάδα, αὐτὴ δὲ ποὺ εἶναι Πεντηκοστὴ συμπεριλαμβάνει καὶ τὴν μετάβασι ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανὸ καὶ τὴν κατάβασι καὶ διάδοση τοῦ Θείου Πνεύματος. Διότι αὐτὸς ὁ αἰώνας εἶναι ἐβδοματικὸς καὶ συνίσταται ἀπὸ τέσσερεις ἐποχὲς καὶ μέρη καὶ στοιχεῖα, καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ κατὰ τὴ διάρκειά του καθιστοῦν τοὺς ἑαυτοὺς των κοινωνοὺς τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ ἐπιφέρει τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ὀγδόη καὶ καταλήγει στὴν ὀγδόη• ὑπερβαίνοντας δὲ τὴν ἑβδομάδα καὶ τὴν τετράδα, μὲ τὴν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καὶ τὴν μετὰ ἀπὸ αὐτὴν Ἀνάληψι παριστάνει τὴν μέλλουσαν ἀνάστασι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ τὴν ἐξύψωσι τῶν ἁγίων μέσα σὲ νεφέλες πρὸς τὴν θείαν ὑποδοχὴ καὶ στὴν συνέχεια πρὸς τὴν συνύπαρξι μὲ τὸν Θεὸ σὲ μία αἰώνια κατάπαυσι.


Αὐτὴ λοιπὸν θὰ ἔλθη στὸν καιρό της. Ὁ δὲ Κύριος ὅταν πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασι ἐκήρυττε τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας, δεικνύοντας στοὺς μαθητάς ὅτι ἡ ἐκλογὴ τῶν ἀξίων τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀϊδίου κληρονομίας, τὴν ὁποίαν αὐτὸς ἔχει ἑτοιμάσει, δὲν θὰ γίνη μόνον ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, σύμφωνα μὲ τὴν ἀναγινωσκομένη σήμερα στοὺς ναοὺς περικοπή τοῦ Εὐαγγελίου: 


«ἔρχεται εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Σιχάρ, πλησίον τοῦ χωριοῦ οὗ ἔδωκεν Ἰακὼβ (στὸν) Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ. Ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ». Πηγὴν ὀνομάζει τὸ φρέαρ, ἐπειδὴ τὸ νερὸ του ἦταν πηγαῖο, ὅπως θὰ γίνη φανερὸ στὴν συνέχεια τοῦ λόγου• ἦταν δὲ τοῦ Ἰακώβ, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐκεῖνος τὸ εἶχε ἀνοίξει• ἡ δὲ περιοχὴ τὴν ὁποίαν ἔδωσεν ὁ Ἰακὼβ στὸν Ἰωσὴφ εἶναι τὰ Σίκημα, δηλαδὴ αὐτὴ ἡ Σιχέμ. Διότι ὅταν ψυχορραγοῦσε στὴν Αἴγυπτο, ἀφήνοντας διαθήκη πρὸς αὐτὸν τοῦ εἶπε: «ἰδοὺ ἐγὼ ἀποθνήσκω, ὑμᾶς δὲ ἀποστρέψει (θὰ σᾶς ἐπαναφέρη) ὁ Θεὸς ἐκ τῆς γῆς ταύτης εἰς τὴν γῆν τῶν πατέρων ἡμῶν. Ἐγὼ δὲ δίδωμί σοι Σίκημα ἐξαίρετον παρὰ τοὺς ἀδελφούς σου (κατ’ ἐξαίρεσι), ἥν ἔλαβον ἐκ χειρὸς Ἀμορραίων ἐν τῇ μαχαίρᾳ μου καὶ τῷ τόξῳ μου». Γι’ αὐτὸ τὰ μὲν Σίκημα κατοικοῦντο ὕστερα ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἐφραίμ, ὁ ὁποῖος ἦταν πρωτότοκος υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, τὸν δὲ τόπο γύρω ἀπὸ αὐτὰ τὸν κατοικοῦσαν οἱ δέκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, τὶς ὁποῖες ἐκυβέρνησε ὁ ἀποστάτης Ἱεροβοάμ.


Ἐπειδὴ δὲ αὐτοὶ πολλὲς φορὲς προσέκρουσαν στὸν Θεό, πολλὲς φορὲς ἐγκατελείφθησαν καὶ στὸ τέλος ὅλοι αἰχμαλωτίσθησαν• ὁ ἡγέτης λοιπὸν τῶν Ἀσσυρίων ἀντὶ αὐτῶν ἐγκατέστησε στὸν τόπο ἔθνη ποὺ συγκέντρωσε ἀπὸ διάφορα μέρη καὶ τοὺς ὠνόμασε Σαμαρεῖτες ἀπὸ τὸ ὄρος Σομόρ. Ὅπως δὲ τότε ὁ Ἰακὼβ περνῶντας ἀπὸ ἐκεῖ, σύμφωνα μὲ τὴν ἱστορίαν, ὑπέταξε τὰ Σίκημα, ἔτσι καὶ τώρα περνῶντας ὁ Χριστὸς ὑπέταξε τὴν Σαμάρεια. Ἀλλὰ ἐκεῖνος μέν, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, μὲ τὸ σπαθὶ καὶ τὸ τόξο του, δηλαδὴ ἐξολοθρεύοντας καὶ καταστρέφοντας τοὺς κατοίκους της, ὁ δὲ Χριστὸς μὲ τὴν λόγο καὶ τὴν διδασκαλία του, γι’ αὐτὸ καὶ σώζοντάς τους.


«Ὁ γὰρ Ἰησοῦς κεκοπιακώς», λέγει, «ἐκ τῆς ὁδοιπορίας, ἐκάθητο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ• ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη». Καὶ ἡ ὥρα καὶ ὁ κόπος καὶ ὁ τόπος ἐπέβαλλαν νὰ καθίση καθένας ποὺ ἔχει σῶμα σὰν τὸ ἰδικό μας. Ἐπιβεβαιώνοντας λοιπὸν αὐτὸ καὶ προβλέποντας τὸ μελλοντικὸ κέρδος, «ἐκάθητο», λέγει, «οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ»• μὲ τὸ «οὕτως» ἐννοεῖ ἀφελῶς κάτω, μόνος του, ὅπως ἕνας ὁδοιπόρος ἀπὸ τοὺς πολλούς• διότι οἱ μαθηταὶ του ἐπῆγαν στὴν πόλι γιὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. 

Καθώς, λοιπόν, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐκαθόταν μόνος του στὸ πηγάδι, ἔρχεται μία γυναίκα ἀπὸ τὴ Σαμάρεια νὰ πάρη νερό• ὁ δὲ Κύριος διψῶντας ὡς ἄνθρωπος καὶ βλέποντας νὰ ἔρχεται κάποιος ποὺ ποθεῖ νὰ ξεδιψάση ἀνθρωπίνως, βλέποντας δὲ ὡς Θεὸς καὶ τὴν καρδία της νὰ διψᾶ γιὰ σωτήριον ὕδωρ, νὰ μὴν γνωρίζη ὅμως ποῖος ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ τῆς τὸ προσφέρη, ἐπείγεται μὲν νὰ ἀποκαλύψη τὸν ἑαυτό του στὴν ποθοῦσα ψυχῆ, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς ποθεῖ τοὺς ποθοῦντας, ὅπως ἔχει γραφῆ, ἀρχίζει δὲ νὰ τῆς ὁμιλῆ ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ποὺ ἠμπορεῖ νὰ γίνει δεκτός• καὶ τῆς λέγει: «δὸς μοι ὕδωρ πιεῖν». Αὐτὴ δέ, ἐπειδὴ ἦταν εὐφυής, κατάλαβε καὶ μόνον ἀπὸ τὴν στολήν, ἀπὸ τὸ ὕφος καὶ ὅλη τὴν κοσμιότητα τῶν τρόπων του ὅτι ἦταν Ἰουδαῖος καὶ τηρητὴς τοῦ νόμου• θαυμάζω, λέγει, πῶς ζητεῖς νερὸν ἀπὸ Σαμαρείτιδα, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες ὡς ἐθνικούς. Ὁ δὲ Κύριος παίρνοντας ἀφορμὴ ἀρχίζει νὰ ἀποκαλύπτη τὸν ἑαυτό του, λέγοντας• «εἰ ἤδεις (ἐγνώριζες) τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τὶς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δὸς μοι ὕδωρ πιεῖν, σὺ ἂν ἤτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἂν σοι (θὰ τοῦ ζητοῦσες καὶ θὰ σοῦ ἔδιδε) ὕδωρ ζῶν».


Οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Κυρίου ἀποδεικνύουν ὅτι, ἐὰν ἐγνώριζε, ἀμέσως θὰ ζητοῦσε καὶ θὰ γινόταν μέτοχος τῆς δωρεᾶς τοῦ ὄντως ζῶντος ὕδατος, ὅπως ἔκαμε καὶ ἀπήλαυσε ἀργότερα, ὅταν ἔμαθε• Ἐνῶ τὸ συνέδριο τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ἠρώτησε καὶ ἤκουσε μὲ σαφήνεια, τελικῶς ἐσταύρωσε τὸν Κύριον τῆς δόξης. Ἀλλὰ ποὶα εἶναι ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ; Διότι λέγει: «εἰ ἤδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ». Γιὰ νὰ ἀφήσωμε τὰ ἄλλα, καὶ μόνον αὐτό, τὸ ὅτι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεὸς δὲν βδελύσσεται ἐκείνους, ποὺ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους θεωροῦνται βδελυκτοὶ καὶ ἀκοινώνητοι ἀκόμη καὶ γιὰ ἕνα ποτήρι νερό, πόσο μεγάλη δωρεὰ καὶ σπουδαῖο χάρισμα εἶναι; Τὸ νὰ τοὺς θεωρῆ δὲ καὶ τόσον ἀγαπητούς, ὥστε ὄχι μόνο νὰ δέχεται ὅ,τι τοῦ προσφέρουν, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς μεταδίδη τὰ θεῖα του χαρίσματα, ποῖος νοῦς θὰ τὸ κατανοήση; ποῖος λόγος θὰ ἐκφράση τὴν ὑπερβολὴ τῆς δωρεᾶς; Τί λέγω τὰ χαρίσματα; Αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτὸν του παρέχει καὶ καθιστᾶ τοὺς πιστοὺς σκεύη δεκτικά τῆς θεότητός του• διότι δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νὰ ἀποκτήσουν μέσα τους πηγὴ ποὺ νὰ ἀναβλύζη πρὸς αἰώνιο ζωή.


Ἡ δὲ Σαμαρεῖτις, ἐπειδὴ δὲν κατάλαβε ἀκόμη τὸ μεγαλεῖο τοῦ ζῶντος ὕδατος, πρῶτα μὲν ἀπορεῖ, ἀπὸ ποῦ θὰ εὕρη ὁ συνομιλητὴς τὸ ὕδωρ τὸ ὁποῖον ὑπόσχεται, ἀφοῦ δὲν ἔχει δοχεῖο καὶ τὸ φρέαρ εἶναι βαθύ. Ἔπειτα ἐπιχειρεῖ νὰ τὸν συγκρίνη μὲ τὸν Ἰακώβ, τὸν ὁποῖο ἀποκαλεῖ καὶ πατέρα, ἐξυψώνοντας τὸ γένος ἀπὸ τὸν τόπο, καὶ ἐπαινεῖ τὸ νερὸ τοῦ φρέατος λέγοντας ὅτι δὲν ὑπάρχει καλύτερο. Ὅταν δὲ ἤκουσε τὸν Κύριο νὰ λέγη ὅτι τὸ νερὸ ποὺ θὰ δώσω ἐγὼ θὰ γίνη γι’ αὐτὸν ποὺ θὰ τὸ δεχθῆ πηγὴ ἡ ὁποία θὰ ἀναβλύζη πρὸς ζωὴν αἰώνιο, ἄφησε λόγο ψυχῆς γεμάτης πόθο ποὺ εἶναι ἕτοιμη νὰ ὁδηγηθῆ πρὸς τὴν πίστι, ἀλλὰ δὲν τῆς ἐδόθη ἀκόμα ἡ δυνατότης νὰ κοιτάξη καθαρὰ πρὸς τὸ φῶς• διότι λέγει: «δὸς μοι, Κύριε, τὸ ὕδωρ τοῦτο, ἵνα μὴ διψῶ, μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν». 


Ὁ Κύριος ὅμως, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ ἀποκαλύψη σιγὰ σιγὰ τὸν ἑαυτό του, τὴν προστάζει νὰ φωνάξη καὶ τὸν ἄνδρα της. Ὅταν δὲ ἐκείνη, κρύπτοντας τὴν βιοτὴ της ἔσπευσε νὰ λάβη δῶρον, καὶ εἶπε ὅτι δὲν ἔχει ἄνδρα, ἀκούει πόσους ἄνδρες εἶχε ἀπὸ παιδὶ καὶ ἐλέγχεται ἀπὸ τὸν Κύριον ἀκούοντας ὅτι τώρα δὲν ἔχει ἰδικὸν της ἄνδρα• καὶ γιὰ μὲν τὸν ἔλεγχο δὲν δυσαρεστεῖται, ἐπειδὴ ὅμως διεπίστωσε ὅτι εἶναι Προφήτης, ἀμέσως ἐπιλαμβάνεται ὑψηλοτέρων ζητημάτων.


Βλέπετε πόση εἶναι ἡ μακροθυμία καὶ ἡ φιλομάθεια τῆς γυναικός; Διότι λέγει• «οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτω προσεκύνησαν, καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν». Βλέπετε μὲ τί ἀπασχολοῦσε τὴν διάνοιά της καὶ πόση γνῶσι τῆς Γραφῆς εἶχε; 


Τώρα πόσοι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν γεννηθῆ στὴν πίστι καὶ συχνάζουν στὴν Ἐκκλησίαν ἀγνοοῦν αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἐγνώριζε καλὰ ἡ Σαμαρεῖτις, ὅτι οἱ πατέρες μας, δηλαδὴ ὁ Ἰακὼβ καὶ οἱ Πατριάρχες πού προῆλθαν ἀπὸ αὐτόν, σ’ αὐτὸ τὸ ὄρος προσεκύνησαν τὸν Θεόν; 


Αὐτὴν τὴν γνῶσι καὶ τὴν προσεκτικὴν ἔρευνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς δεχόμενος ὁ Χριστὸς σὰν ὀσμὴ εὐωδίας, παρέτεινε εὐχαρίστως τὴν συζήτησι μὲ τὴν Σαμαρείτιδα. Διότι ὅπως, ὅταν τοποθετήσης κάτι εὔοσμον ἐπάνω στοὺς πυρωμένους ἄνθρακες, προσελκύεις καὶ συγκρατεῖς τοὺς διερχομένους, ἐὰν ὅμως τοποθετήσης κάτι βαρὺ στὴν ὄσφρησι καὶ δύσοσμο, τοὺς ἀπωθεῖς καὶ τοὺς ἀπομακρύνεις, ἔτσι καὶ στὴν διάνοια• ἐὰν μὲν ἔχης μέσα σου ἱερὰν μελέτη καὶ ἐνδιαφέρον, καθιστᾶς τὸν ἑαυτόν σου ἄξιον θείας ἐπισκέψεως, διότι αὐτὰ τὰ ὀσφραίνεται ὁ Κύριος σὰν ὀσμὴν εὐωδίας. Ἐὰν ὅμως τρέφης μέσα σου πονηροὺς καὶ ρυπαροὺς καὶ γηΐνους λογισμούς, ἀπομακρύνεσαι ἀπὸ τὴν θείαν ἐπιστασία, ἀφοῦ κατέστησες τὸν ἑαυτόν σου ἄξιο τῆς ἀποστροφῆς, ἀλλοίμονο, τοῦ Θεοῦ. «Οὐ γὰρ παραμενοῦσιν ἄνομοι κατέναντι τῶν ὀφθαλμῶν σου», λέγει πρὸς τὸν Θεὸν ὁ ψαλμωδὸς Προφήτης. Διότι ἐφ’ ὅσον ὁ νόμος διατάσσει «μνησθήσῃ διὰ παντὸς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, καθήμενος καὶ πορευόμενος, κοιταζόμενος (ἐξαπλωμένος) καὶ διανιστάμενος» καὶ τὸ Εὐγγέλιο λέγει: «ἐρευνᾶτε τᾶς Γραφάς» καὶ μέσα σ’ αὐτὲς θὰ εὑρῆτε ζωὴν αἰώνιον, καὶ ὁ Ἀπόστολος παραγγέλλει νὰ προσευχώμεθα ἀδιαλείπως, ἐκεῖνος ποὺ ἀπασχολεῖται πολὺ μὲ γηΐνους λογισμοὺς εἶναι ὁπωσδήποτε παράνομος• πόσο δὲ περισσότερο αὐτὸς ποὺ ἀπασχολεῖται μὲ πονηροὺς καὶ ἀκαθάρτους.


Πότε ὅμως προσεκύνησαν οἱ πατέρες μας στὸ ὄρος αὐτό; Ὅταν ὁ Πατριάρχης Ἰακώβ, ἀποφεύγοντας τὸν ἀδελφό του Ἠσαῦ, ποὺ τὸν ἐφθονοῦσε, καὶ ὑπακούοντας στὶς συμβουλὲς τοῦ πατέρα του Ἰσαάκ, ἐπῆγε στὴν Μεσοποταμία καὶ ἐπανῆλθε ἀπὸ ἐκεῖ μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ τέκνα του. Πράγματι κατὰ τὴν ἐπάνοδο, ὅταν ἔστησε σκηνὲς στὸ σημεῖο περίπου στὸ ὁποῖο τώρα ὁ Κύριος ὡμιλοῦσε μὲ τὴν Σαμαρείτιδα, μετὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ποὺ συνέβη μὲ τὴν Δείνα καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν ἅλωσι τῶν Σικήμων, εἶπεν ὁ Θεὸς στὸν Ἰακώβ, ὅπως ἔχει γραφεῖ στὴν Γένεσι: «ἀναστάς ἀνάβηθι εἰς Βαιθὴλ καὶ ποίησον ἐκεῖ θυσιαστήριον τῷ Θεῷ τῷ ὀφθέντι σοι ἐν τῷ ἀποδιδράσκειν σε ἀπὸ προσώπου Ἠσαῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου».


Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια ἐσηκώθη ὁ Ἰακὼβ καὶ ἀνέβη στὸ παρακείμενον ὄρος καὶ οἰκοδόμησε, λέγει, ἐκεῖ θυσιαστήριο καὶ ὠνόμασε τὸν τόπο ἐκεῖνο Βαιθήλ• διότι ἐκεῖ τοῦ ἐνεφανίσθη ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ ἡ Σαμαρεῖτις λέγει ὅτι οἱ πατέρες μας προσεκύνησαν σ’ αὐτὸ τὸ ὄρος, ἐπειδὴ ἐκρατοῦσε τὴν παράδοσι ἐκείνων τῶν παλαιῶν• διότι ὅσα ἀφοροῦν τὸν Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων ἐνομοθετήθησαν ἀργότερα. Καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐκεῖνος ὁ τόπος ὠνομάσθη ἀπὸ τὸν Ἰακὼβ οἶκος Θεοῦ, διότι ἔτσι ἑρμηνεύεται ἡ λέξις Βαιθήλ, ἀπορεῖ ποθῶντας νὰ μάθη πῶς δὲν λέγεται ὅτι ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖ ἀλλὰ στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου θεωρεῖτε ὅτι πρέπει νὰ θυσιάζετε καὶ νὰ προσκυνῆτε τὸν Θεό.


Ὁ δὲ Κύριος, συμπληρώνοντας ἤδη τὸν σκοπὸ τῶν λόγων του καὶ προφητεύοντας περὶ τῆς γυναικός, ὅτι θὰ γίνη ὅπως ὁ Θεὸς ζητεῖ καὶ ἀποδέχεται, καὶ συγχρόνως ἀποκρινόμενος στοὺς λόγους της, λέγει: «πίστευσον μοι γύναι, ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτω, οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ Πατρί», καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο, «τοιούτους γὰρ ζητεῖ ὁ Θεὸς τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν». 


Βλέπετε ὅτι καὶ γι’ αὐτὴν βεβαιώνει ὅτι θὰ γίνη ὅπως τὴν θέλει ὁ Θεὸς καὶ ὅτι θὰ προσκυνήση τὸν Ὕψιστον Πατέρα ὄχι τοπικῶς, ἀλλὰ εὐαγγελικῶς - διότι σ’ αὐτὴν ἀπευθύνεται ὁ λόγος, ὅτι οὔτε στὸ ὄρος τοῦτο, οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα θὰ προσκυνήσετε τὸν Πατέρα - ἀλλὰ συγχρόνως προαναγγέλλει σ’ αὐτὴν φανερὰ καὶ τὴν μετάθεσι τοῦ νόμου: Διότι ἀφοῦ θὰ μετατεθῆ ἡ προσκύνησις, κατ’ ἀνάγκην θὰ γίνη καὶ μετάθεσις τοῦ νόμου.


Ἀλλὰ καὶ τὸ ἀμέσως ἑπόμενον, «ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὅ οὐκ οἴδατε (αὐτὸ ποὺ δὲν γνωρίζετε), ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὅ οἴδαμεν, ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστί», εἶναι ἀπόκρισις πρὸς τὸν λόγον ἐκείνης, συγχρόνως δὲ ἔρχεται καὶ σὰν συνέχεια τῶν ἰδικῶν του λόγων. Ἐπειδὴ λέγει ὅτι κατὰ τοῦτο ἐμεῖς οἱ Ἰουδαῖοι - συμπεριλαμβάνει καὶ τὸν ἑαυτὸ του μαζὶ μὲ ἐκείνους, ἐπειδὴ σωματικῶς ἀπὸ αὐτοὺς προέρχεται - ἐμεῖς, λοιπόν, λέγει, οἱ ὁποῖοι δὲν διαψεύδουμε τὸ ὄνομα, ἀλλὰ γνωρίζουμε καλὰ τὰ ἰδικά μας, κατὰ τοῦτο διαφέρουμε ἀπό σᾶς τοὺς Σαμαρεῖτες: στὸ ὅτι γνωρίζουμε πῶς ἔχει καθορισθῆ νὰ τελῆται ἡ προσκύνησις στὴν Ἰουδαία γιὰ τὸν λόγον ὅτι ἡ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, δηλαδὴ ὁ Χριστός, θὰ προέλθη ἀπὸ τοῦ Ἰουδαίους. 


Καὶ ἐπειδὴ δὲν πρόκειται νὰ ἔλθη στὸ μέλλον, ἀφοῦ ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος, δὲν εἶπε ὅτι ἡ σωτηρία θὰ εἶναι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ ὅτι εἶναι. «Ἂλλ ἔρχεται ὥρα», λέγει, «καὶ νῦν ἐστι». Καὶ αὐτὰ προφητικὰ εἶναι• διότι τὸ μὲν «ἔρχεται» τὸ λέγει, διότι ἀκόμη δὲν ὡλοκληρώθηκε, ἀλλὰ θὰ ὁλοκληρωθῆ, τὸ δὲ «τώρα εἶναι» τὸ εἶπε, ἐπειδὴ τὴν ἔβλεπε ἕτοιμη νὰ πιστεύση καὶ νὰ προσκυνήση πνευματικῶς καὶ ἀληθῶς. «Ἔρχεται οὖν» λέγει «ὥρα καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» διότι ὁ Ὕψιστος καὶ προσκυνητὸς Πατήρ, εἶναι Πατὴρ τῆς αὐτοαληθείας, δηλαδὴ τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ, καὶ ἔχει πνεῦμα ἀληθείας, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔτσι τὸν προσκυνοῦν, τὸ πράττουν διότι ἔτσι πιστεύουν καὶ μετέχουν τῶν κοινῶν ἐνεργειῶν τους. Διότι τὸ Πνεῦμα, λέγει ὁ Ἀπόστολος, εἶναι αὐτὸ διὰ τοῦ ὁποίου προσκυνοῦμε καὶ διὰ τοῦ ὁποίου προσευχόμεθα, καὶ ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ λέγει: «οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ».


Ἐκεῖνοι, λοιπόν, οἱ ὁποῖοι προσκυνοῦν ἔτσι «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» τὸν ὕψιστον Πατέρα, αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταί. Ἐπειδὴ δὲ ἀπέκλεισε καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τὴν Σαμάρεια, γιὰ νὰ μὴν νομίση κάποιος ὅτι πρόκειται ἀντὶ αὐτῶν νὰ εἰσαχθῆ ἄλλος τόπος, ἀπομακρύνει πάλι τὸν ἀκροατὴν ἀπὸ κάθε σωματικὴν ἔννοια καὶ τόπο καὶ προσκύνησι ὡς ἑξῆς: «Πνεῦμα», λέγει, «ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν», δηλαδή, νοῶντας τὸν ἀσώματο ἐντελῶς ἔξω ἀπὸ τὰ σωματικά• διότι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ θὰ τὸν ἰδοῦν ἀληθῶς παντοῦ μέσα στὸ Πνεῦμα καὶ στὴν Ἀλήθειά του. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἀσώματος, ἀφοῦ εἶναι Πνεῦμα, τὸ δὲ ἀσώματον δὲν εὑρίσκεται σὲ τόπο οὔτε περιγράφεται ἀπὸ τοπικὰ ὅρια. Ὅποιος λοιπὸν λέγει ὅτι ὁ Θεὸς πρέπει νὰ προσκυνῆται μόνο στὴν περιοχὴ τῶν Ἱεροσολύμων, ἤ τοῦ ὄρους τῆς Σαμαρείας, ἤ σὲ κάποιον ἄλλο τόπο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, δὲν ὁμιλεῖ ἀληθῶς οὔτε ἀληθῶς προσκυνεῖ.


Ἀλλὰ ὡς ἀσώματος ὁ Θεὸς δὲν εἶναι σὲ κανένα τόπο, ὡς δὲ Θεὸς εἶναι παντοῦ• διότι, ἐὰν ὑπάρχη ὄρος ἡ τόπος ἡ κτίσις ὅπου δὲν εἶναι ὁ Θεός, πάλι θὰ εὑρεθῆ νὰ περιέχεται σὲ κάτι ἄλλο, στὸ ὁποῖο ὑπάρχει ὁ Θεός• παντοῦ λοιπὸν εἶναι ὁ Θεὸς καὶ μέσα σὲ ὅλα. Πῶς, λοιπόν, εἶναι παντοῦ καὶ σὲ ὅλα; ὡς περιεχόμενος ὄχι ἀπὸ μέρος ἀλλὰ ἀπὸ τὸ σύμπαν; ὄχι βέβαια• διότι πάλι θὰ ἦταν σῶμα. Ἑπομένως, ἐπειδὴ συνέχει καὶ περιέχει τὸ πᾶν, αὐτὸς εἶναι μέσα στὸν ἑαυτό του, παντοῦ καὶ ἐπάνω ἀπὸ τὸ πᾶν, προσκυνούμενος ἀπὸ τοὺς ἀληθινοὺς προσκυνητάς ὡς πρὸς τὸ Πνεῦμα καὶ τὴν Ἀλήθειά του.


Παντοῦ, λοιπόν, θὰ προσκυνηθῆ ὁ Θεὸς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν ἔτσι, ἀληθῶς καὶ θεοπρεπῶς, ὄχι μόνον στὴν γῆ, ἀλλὰ καὶ ὑπεράνω τῆς γῆς, Πατὴρ ἀσώματος καὶ κατὰ τὸν χρόνο καὶ τὸν τόπον ἀπεριόριστος, μέσα καὶ μαζὶ μὲ τὸ Ἅγιο καὶ ἀΐδιον Πνεῦμα καὶ τὸν συνάναρχον Υἱὸν καὶ Λόγον, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἐνυπόστατος ἀλήθεια τοῦ Πατρός. Ἀλλὰ καὶ ἡ ψυχὴ καὶ ὁ ἄγγελος, ἐνῶ εἶναι ἀσώματοι, δὲν εὑρίσκονται σὲ ὡρισμένον τόπον, ἀλλὰ δὲν εἶναι καὶ παντοῦ• διότι δὲν συνέχουν τὸν πᾶν, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ τὰ συνέχει, ἑπομένως καὶ αὐτὰ εὑρίσκονται μέσα σ’ αὐτὸν ποὺ συνέχει καὶ περιέχει τὸ πᾶν, περιοριζόμενα καταλλήλως ἀπὸ αὐτόν. Ἡ ψυχὴ ὅμως, ἡ ὁποία συνέχει τὸ σῶμα μαζὶ μὲ τὸ ὁποῖο καὶ ἐκτίσθη, εὑρίσκεται σὲ ὅλο τὸ σῶμα, ὄχι σὰν σὲ τόπο, οὔτε σὰν περιεχομένη σὲ αὐτό, ἀλλὰ συνέχει καὶ περιέχει τὸ σῶμα• ἔχει καὶ αὐτὴν τὴν ἰδιότητα ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι.


Ἡ δὲ Σαμαρεῖτις καθὼς ἤκουσε ἀπὸ τὸν Χριστὸ τοὺς ἐξαισίους αὐτοὺς καὶ θεοπρεπεῖς λόγους, ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἀπὸ κανέναν δὲν προσκυνεῖται ἀληθινὰ παρὰ μόνον ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ζεῖ μέσα στὸ Πνεῦμα καὶ στὴν Ἀλήθειά του, τότε καὶ αὐτή, ὅπως ἡ νυμφευομένη τὸν Θεὸ ψυχή, γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλεῖ τὸ Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων, ἀναπτερωμένη ἀπὸ τὴν φωνὴ τοῦ Νυμφίου τῆς ἀφθαρσίας, μνημονεύει τὸν προσδοκώμενο καὶ ποθούμενο, τὸν ὁποῖο καὶ ἔχει ἐνώπιόν της χωρὶς ἀκόμη νὰ τὸ γνωρίζη, καὶ λέγει: «οἶδα (γνωρίζω) ὅτι Μεσσίας ἔρχεται, ὁ λεγόμενος Χριστός• ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα». Βλέπετε πὼς ἦταν ἐτοιμοτάτη γιὰ τὴν πίστι, εἶχε δηλαδὴ τὴν αἴσθησι ὅτι ἤδη ἐγγίζει ὁ προσδοκώμενος, καὶ γι’ αὐτὸ ἦταν γεμάτη ἐλπίδα; Ἄρα καὶ σ’ αὐτὴν δὲν ἁρμόζει τὸ τοῦ Δαυΐδ: «ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ὁ Θεός, ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ἄσομαι καὶ ψαλῶ ἐν τῇ δόξῃ μου»;


Καὶ ἀπὸ ποῦ θὰ ἐγνώριζε τοῦτο μὲ τόσην βεβαιότητα καὶ ἀσφάλεια καὶ θὰ εἶχε τὸν ἐσωτερικὸν πόθο πρὸς αὐτό, ἐὰν δὲν εἶχε μελετήσει μὲ ἀκροτάτην σύνεσι τὰ προφητικὰ βιβλία; Γι’ αὐτὸ εἶχε καὶ τὸν νοῦ τόσο μετάρσιο, γεμᾶτον ἀπὸ θεία νοήματα. 


Καθὼς τώρα βλέπω μὲ θαυμασμὸ τὸν πνευματικὸ καὶ σφοδρὸν πόθον αὐτῆς τῆς Σαμαρείτιδος πρὸς τὸν Χριστό, μοῦ ἔρχονται πάλι νὰ εἰπῶ γι’ αὐτὴν τὰ λόγια τοῦ Ἄσματος ἐκείνου: «τὶς αὕτη ἡ ἐκκύπτουσα ὡσεὶ ὄρθρος, καλὴ ὡς σελήνη, ἐκλεκτὴ ὡς ὁ ἥλιος;»• ἐπειδὴ προαναγγέλλει πὼς μετὰ ἀπὸ λίγο θὰ ἐπιφανῆ ὁ νοητὸς ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστός, καὶ ὑποδηλώνει ὅτι μὲ αὐτὴν ἀρχίζει ἡ Ἐκκλησία τῶν ἐθνῶν ἀνερχόμενη ἀπὸ τὴν πηγὴ στὴν ὁποία ἐστέκετο σὰν ἀπὸ ἱερὰ κολυμβήθρα, καθὼς κατηχεῖτο ἀπὸ τὸν Σωτῆρα, τὴν βλέπω νὰ προβάλλη σὰν πολυέραστος ὄρθρος. Εἶναι δὲ ὡραία ὅπως ἡ σελήνη, ἐπειδὴ φέγγει, ἐνῶ ἐπικρατεῖ ἀκόμη ἡ νύκτα τῆς ἀσεβείας• ἐκλεκτὴ δὲ ὅπως ὁ ἥλιος, γι’ αὐτὸ καὶ ὠνομάσθη ἀπὸ τὸν Σωτῆρα Φωτεινὴ καὶ κατεγράφη καὶ αὐτὴ στὸν κατάλογο ἐκείνων ποὺ μέλλουν νὰ λάμψουν ὅπως ὁ ἥλιος, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο• διότι ἐπεσφράγισε τὸν ὑπόλοιπο φωτοειδῆ βίο της μὲ μακαριώτατο καὶ μαρτυρικὸν τέλος, τώρα δὲ ἐγνώρισε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἀληθινὸς Θεὸς καὶ τέλεια τὸν ἐθεολόγησε• καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ ἴδιος ὕστερα στοὺς μαθητάς περὶ τοῦ συμφυοῦς καὶ ὁμοτίμου Πνεύματος, πὼς ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος θὰ διδάξη ὅλη τὴν ἀλήθεια, τὸ ἴδιο καὶ αὐτὴ προλαβαίνοντας λέγει περὶ αὐτοῦ: «ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα».


Ἀλλὰ μόλις τὴν εἶδε ἔτσι ὁ νοητὸς Νυμφίος Χριστός, λέγει πρὸς αὐτὴν ἀπροκαλύπτως: «ἐγὼ εἰμί, ὁ λαλῶν σοι». Ἐκείνη δὲ ὡς ἐκλεκτή, γίνεται ἀμέσως πραγματικὴ Εὐαγγελίστρια καὶ ἀφήνοντας τὴν ὑδρία τρέχει πρὸς τὴν πόλι καὶ τοὺς μεταστρέφει ὅλους μὲ τὰ λόγια, ὁδηγῶντας τους πρὸς τὴν πίστι τοῦ φανέντος, λέγοντας: «δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα• μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός;» Ὁμιλεῖ ἔτσι ὄχι ἐπειδὴ ἔχει κάποιαν ἀμφιβολία, ἀλλὰ ἐπειδὴ πιστεύει ὅτι καὶ οἱ ἄλλοι θὰ πληροφορηθοῦν καλύτερα ἀπὸ τὴν θέα καὶ θὰ πεισθοῦν εὐχερέστερα διὰ τῆς συνομιλίας μὲ τὸν Κύριον, ὅπως καὶ πράγματι συνέβη.


Ἐγὼ δὲ καὶ γιὰ τὰ προηγούμενα ὡμίλησα συνοπτικώτερα καὶ τώρα θὰ παραλείψω τὴν συνέχεια τῶν εὐαγγελικῶν λόγων, διότι βλέπω ὅτι ὁ χρόνος σᾶς πιέζει γιὰ τὶς βιοτικὲς ἀνάγκες καὶ τὶς σωματικὲς ἐργασίες. Ἐσεῖς ὅμως προσέξετε τὴν Σαμαρείτιδα αὐτήν• μόλις ἤκουσε τοὺς εὐαγγελικοὺς λόγους τοὺς ὁποίους κι ἐμεῖς ἀναγγέλλουμε πρὸς τὴν ἀγάπη σας, εὐθὺς κατεφρόνησε καὶ τὶς ἀπαραίτητες ἀνάγκες τοῦ σώματος. Ἄφησε στὴν στιγμὴ καὶ τὴν ὑδρία καὶ τὴν οἰκία, ἔτρεξε στὴν πόλι καὶ παίρνοντας τοὺς Σαμαρεῖτες ἐπανῆλθε μαζί τους στὸν Χριστό. 


Διότι τὸ «δεῦτε, ἴδετε» αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει, ἀκολουθήσετέ με ὅπου θὰ σᾶς ὁδηγήσω καὶ τώρα θὰ σᾶς δείξω τὸν Σωτῆρα ποὺ ἦλθε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς στὸν κόσμο. Τότε λοιπὸν προτρέποντάς τους μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, τοὺς παρουσίασε στὸν Χριστό, ἐμᾶς δὲ μὲ τὴν ἐγκατάλειψι καὶ τῆς οἰκίας καὶ τῆς ὑδρίας μᾶς διδάσκει νὰ θεωροῦμε προτιμωτέρα καὶ ἀπὸ τὶς ἀπαραίτητες ἀνάγκες τὴν ὠφέλειαν ἀπὸ τὴν διδασκαλία, τὴν ὁποία καὶ ὁ Κύριος ἀπεκάλεσε ἀγαθὴν μερίδα πρὸς τὴν Μάρθα τοῦ Εὐαγγελίου, ὑπερασπιζόμενος τὴν Μαρία, ἡ ὁποία παρακολουθοῦσε τὸν λόγο. 


Καὶ ἐὰν πρέπει νὰ περιφρονοῦμε τὰ ἀναγκαῖα, πόσο μᾶλλον τὰ ἄλλα; Διότι τί σὲ κατεπείγει καὶ σὲ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὰ ὠφέλιμα στὴν ψυχὴν ἀκροάματα; Μήπως ἐπιμέλεια οἴκου καὶ παιδιῶν καὶ γυναικός; οἰκεῖον ἤ συγγενικὸ πένθος ἤ χαρά; μήπως ἀγοραπωλησία κτημάτων, χρῆσις ὅλων τῶν ὑπαρχόντων σου ἤ μᾶλλον κατάχρησις; Ἀλλὰ ἄκουσε συνετῶς τὰ ἀποστολικὰ διδάγματα• «ὁ καιρὸς ἀδελφοί, τὸ λοιπὸν συνεσταλμένος ἐστί, ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μὴ ἔχοντες ὦσι, καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτω ὡς μὴ καταχρώμενοι• παράγει (περνᾶ, φεύγει) γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου». 


Τί σημαίνει «ὁ καιρὸς συνεσταλμένος ἐστί»; Σύντομος ὁ βίος, φθαρτὸς αὐτὸς ὁ κόσμος, ἐκεῖνος ποὺ μένει παντοτινὰ εἶναι ἄλλος• μᾶς παραπέμπει δὲ πρὸς ἐκεῖνον ἀσφαλῶς ἡ καταφρόνησις τοῦ παρόντος κόσμου, ἡ ἑτοιμασία γιὰ ἐκεῖνον τὸν μέλλοντα, τὸ νὰ ζοῦμε ὅσον εἶναι δυνατὸν ἀπὸ ἐδῶ ἀνάλογα μὲ ἐκεῖνο τὸ πολίτευμα καὶ νὰ ἀποφεύγωμε μὲ ὅλη μας τὴν δύναμι τὰ ἐπιβλαβῆ τοῦ παρόντος βίου. 


Ὅπως δέ, ὅταν γίνεται πυκνὰ ἐπιδρομὴ ἐχθρῶν στὰ περίχωρα τῆς πόλεως, ἔχουμε τοὺς ἀγροὺς σὰν νὰ μὴ τοὺς ἔχωμε, καὶ τὸν περισσότερο χρόνο ἀφήνοντας ἐκείνους παραμένουμε στοὺς οἴκους μὲ ἀσφάλεια, καὶ ἐὰν ἀναχωρήσουν γιὰ λίγο οἱ ἐχθροί, χρησιμοποιοῦμε σὰν σὲ περίπατο τοὺς ἀγροὺς αὐτούς, ὅμως χωρὶς κατάχρησι, ἐπειδὴ βλέπουμε τὸν καιρὸ τῆς χρήσεως σύντομο, ἔτσι καὶ ὁ Ἀπόστολος καλῶς παραινεῖ νὰ χρησιμοποιοῦμε τὸν κόσμον αὐτό, ὄχι ὅμως νὰ κάνωμε κατάχρησι. Διότι βλέπει ἀφ’ ἑνός τούς ἀοράτους ἐχθροὺς νὰ ἐπεμβαίνουν δεινῶς, ἀφ’ ἑτέρου τὴν προσδοκία τῆς φθορᾶς• «διότι», λέγει, «παράγει τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου». 


Ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὰ παρόντα δὲν ὑπάρχουν οὐσιωδῶς, ἀλλά, ὅπως τὸ εἶπε, μόνο σχῆμα ἔχουν, καὶ γίνονται μέν, ὅμως δὲν εἶναι, φαίνονται γιὰ λίγο καὶ παρέρχονται• καὶ ἂν θελήση κάποιος νὰ τὰ κατέχη, δὲν θὰ ἠμπορέση ποτέ, ὅπως ἡ θερινὴ ἄγονος νεφέλη, ἡ ὁποία διώκεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο καὶ παρέρχεται σὰν σκιά. Ἡ παραίνεσις αὐτὴ γίνεται μόνον, γιὰ νὰ γίνη φανερὰ ἡ πρόθεσις τοῦ καθενὸς καὶ γιὰ νὰ δώση σημάδι τῆς ἐπιγνώσεως τῶν διδαγμάτων τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐὰν θελήση κάποιος νὰ κατέχη τὰ παρόντα, αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸν γιὰ δυὸ λόγους: διότι ὄχι μόνον ὁ κόσμος αὐτὸς παρέρχεται, ἀλλὰ καὶ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ χρησιμοποιεῖ τὸν κόσμον αὐτόν, μερικὲς φορὲς παρέρχεται καὶ πρὶν ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ὑπάρχοντά του. 


Κάθε ἄνθρωπος παρέρχεται σὰν νὰ βαδίζη σὲ κάποια ὁδὸ ποὺ καὶ αὐτὴ κινεῖται πολυειδῶς καὶ παρέρχεται ἀπὸ αὐτὸν καὶ συμβαίνει ἕνα ἀπὸ τὰ δυό: ἤ τὸν προφθάνει ἡ ὁδὸς καὶ δὲν ἠμπορεῖ πλέον νὰ κατέχη ἐκεῖνα ποὺ κατεῖχε, ἤ αὐτὸς προφθάνει καὶ δὲν ἠμπορεῖ πλέον νὰ κατέχη τὰ βιοτικά• διότι, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι θνητός, εἶναι συνδεδεμένος μὲ τὰ βιοτικά, τὰ ὁποῖα εἶναι καὶ αὐτὰ τρεπτά. Ἤ λοιπὸν τρέπεται πολυτρόπως ὡς συνδεδεμένος μὲ τὰ τρεπτὰ καὶ χάνει ὅσα κατεῖχε, πλοῦτον ἴσως, δόξα ἤ εὐθυμία, ἤ ἀποθνήσκοντας προφθάνει νὰ ἐπιφέρη στὸν ἑαυτὸ του κεφαλαιωδέστερη τροπὴ καὶ ἀναχωρεῖ γυμνός, ἐγκαταλείποντας σὲ ἄλλους τὰ παρόντα καὶ τὶς ἐλπίδες ποὺ εἶχε γι’ αὐτά. Ἴσως στὰ τέκνα του; ἀλλὰ ποὶα εὐχαρίστησις θὰ προκύψη ἀπὸ αὐτό; Αὐτὸς μὲν δὲν ἔχει πλέον καμμίαν αἴσθησι τῶν ἐδῶ πραγμάτων, τὰ δὲ τέκνα του θὰ πέσουν κι αὐτὰ μὲ τὸν ἴδιο ἤ μὲ ἄλλον τρόπο.


Τὸ τέλος λοιπὸν τῶν προσκολλημένων στὸν κόσμον αὐτὸν εἶναι πάντοτε ἡ συμφορά, ἀφοῦ στὸ τέλος ἐκφέρονται γυμνοὶ καὶ ἀφήνουν ἐδῶ ὅλες τὶς γήϊνες παρηγοριές. Σὲ ὅσους ὅμως περιφρονοῦν τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου καὶ ζητοῦν νὰ μάθουν περὶ τοῦ μέλλοντος κόσμου καὶ σπεύδουν νὰ πράξουν αὐτὰ ποὺ θὰ συντελέσουν γιὰ ἐκεῖνον, ὁ θάνατος ὅταν ἔρχεται, δὲν προξενεῖ ζημία, ἀλλὰ μᾶλλον τοὺς μεταφέρει ἀπὸ τοῦτα τὰ μάταια καὶ ρευστὰ πρὸς ἀνέσπερον ἡμέρα, πρὸς ἀθάνατον ζωήν, πρὸς πλοῦτον ἀδαπάνητον, πρὸς ἄφθαρτον τρυφή, πρὸς ἀΐδιον δόξα, πρὸς τὰ ἀγαθὰ ποὺ ὑπάρχουν πραγματικῶς καὶ διαμένουν ἀναλλοίωτα. 


Αὐτὰ εἴθε νὰ ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς, μὲ τὴν χάρι καὶ τὴν φιλανθρωπία αὐτοῦ ποὺ ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβη ὑπὲρ ἡμῶν, ὄχι μόνον ἕως ἐμᾶς, ἀλλὰ μέχρι καὶ τὶς ἔγκλειστες στὰ καταχθόνια ψυχές• ὁ ὁποῖος ἀπὸ ἐκεῖ ἀνῆλθε πάλι δι’ Ἀναστάσεως καὶ ἀναβιώσεως καὶ προσέφερε σ’ ἐμᾶς διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν γνῶσι καὶ τὴν ἐλπίδα τῶν οὐρανίων καὶ ἀϊδίων, γιὰ τὰ ὁποῖα καὶ στὰ ὁποῖα εἶναι δεδοξασμένος στοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: agiazoni.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου