Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

Ό Γέρος Γεώργιος Λαζάρ Μοναστήρι Βαράτεκ (1846-1916)

Α) Ή ζωή του
Ό πιστός λαϊκός χριστιανός Γεώργιος Λαζάρ είναι το πρότυπο του αληθινού ρουμάνου προσκυνητού. Ή ενάρετη γενικά ζωή του τον αναδεικνύει ένα μοναδικό φαινόμενο στην πνευματική ζωή της Εκκλησίας μας κατά την τελευταία αυτή εκατονταετηρίδα. Ό γέρο-Γεώργιος Λαζάρ, όπως λέγεται μέχρι σήμερα, γεννήθηκε στην κοινότητα Σουγκάγκ της επαρχίας Αλμπα το έτος 1846. Όταν ήταν 24 ετών, οί γονείς του τον νύμφευσαν καί τον άφησαν κληρονόμο της περιουσίας των. Καί έζησε με την γυναίκα του περίπου 20 χρόνια, αφού ευλογήθηκε από τον Θεό με πέντε παιδιά. Ζούσε αγία χριστιανική ζωή, με ευσυνειδησία στην εργασία, με προσευχή, με νηστεία καί ελεημοσύνη. Ή ενασχόληση του ήταν ή απόκτηση των αρετών.
Το έτος 1884 μετέβη να προσκύνηση τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου καί παρέμεινε στα μοναστήρια της έρημου του Ιορδανού καί του Σινά επί ένα χρόνο.
Ύστερα ασκήθηκε επί ενάμισι χρόνο στον Άθωνα καί επέστρεψε στην πατρίδα του. Ακόμη έζησε πολλά χρόνια με την οικογένεια του καί τακτοποίησε τα παιδιά του, ενώ το έτος 1890 αναχώρησε ως προσκυνητής για τα μοναστήρια της Μολδαβίας.
αφού προσκύνησε όλους τους ιερούς Τόπους, εγκαταστάθηκε οριστικά στην πόλη Πιάτρα της περιοχής Νεάμτς. Εκεί κατοίκησε ό γέρο-Γεώργιος Λαζάρ σαν ένας αληθινός ερημίτης στο κωδωνοστάσιο του Μεγάλου Στεφάνου, πού είναι στο μέσο της πόλεως, επί 26 χρόνια δηλ. μέχρι την μακαριά κοίμηση του. Εκεί περνούσε μόνος του με νηστεία καί προσευχή, αψηφώντας τίς διάφορες καιρικές συνθήκες.
Έτσι λοιπόν, δοξάζοντας με ευγνωμοσύνη τον Θεό, προεγνώρισε τον θάνατο του καί τελειώθη εν ειρήνη στο κελί του, στις 15 Αυγούστου 1916, καί ετάφη στο Κοιμητήρι της πόλεως. Το καλοκαίρι του 1934 τα λείψανα του τοποθετήθηκαν στο προαύλιο του μοναστηρίου Βαράτεκ.
Β) Έργα καί λόγοι διδασκαλίας
1) Ό πιστός χριστιανός Γεώργιος Λαζάρ ήταν στην ζωή του ένας άνθρωπος προσευχής. Πάρα πολύ συχνά διάβαζε το ψαλτήρι. Από τη μικρή του ηλικία το έφερνε πάντα μαζί του καί μιμούμενος την ζωή των πατέρων της ερήμου διάβαζε πάντοτε τους ψαλμούς, μέχρι πού τους έλεγε όλους από στήθους.
2) Επιθυμώντας πολύ να προσκύνηση τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου, την άνοιξη του 1884 έβαλε το Ευαγγέλιο καί το ψαλτήρι στο ντορβά του, τακτοποίησε τίς δουλειές του σπιτιού του, πήρε το ραβδί του στο χέρι καί αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα. Μέχρι την Κωνστάντσα πήγε με τα πόδια καί υστέρα με το πλοίο, ψιθυρίζοντας ακατάπαυστα τους ψαλμούς του Δαβίδ. Τέλος, όταν έφθασε στον
Πανάγιο Τάφο, προσευχήθηκε με τόση πίστη καί δάκρυα, ώστε προκάλεσε τον θαυμασμό στους πάντας. Καί παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα 40 ήμερες.
3) Έλεγαν αργότερα οί μαθηταί του, ότι φλογιζόμενος από τον πόθο να γνωρίσει την άσκηση των μοναχών του Ιορδανού, πήγε να προσκύνηση όλα τα μοναστήρια της ερήμου της Ιουδαίας καί της κοιλάδας του Ιορδανού. Πρωτύτερα μετέβη με πολλούς προσκυνητές σ’ ένα φημισμένο ησυχαστή, πού αγωνιζόταν στην σπηλιά του αγίου Ξενοφώντος. Ό ησυχαστής τότε έδινε τροφή σ’ ένα λιοντάρι στην είσοδο της σπηλιάς. Κατόπιν, αφήνοντας ελεύθερο για την έρημο το λιοντάρι, φώναξε με τ’ όνομα του τον γέρο-Γεώργιο, λέγοντας του:
—Αδελφέ Γεώργιε, έλα καί μη φοβάσαι. Εύχομαι να έχεις πάντα την πίστη σου προς τον Χριστό καί την ακοή σου στα αυτιά του Κυρίου Σαβαώθ. Γνωρίζω την αγάπη σου καί τον ζήλο της καρδίας σου, με τον όποιο υπηρετείς τον Κύριο σε όλη την ζωή σου. Λοιπόν, προσκύνησε για ένα διάστημα τα μοναστήρια της
Παλαιστίνης με νηστεία καί προσευχή καί όταν το Άγιο Πνεύμα θα σε
πληροφόρηση, έρχεσαι πάλι προς εμένα.
4) Με την ευλογία αυτού του ησυχαστού πέρασε ό γέρο-Γεώργιος στα μοναστήρια της Παλαιστίνης ένα χρόνο. Σε κάθε μοναστήρι παρέμενε επί ένα μήνα. Την ήμερα βοηθούσε στο πότισμα των κήπων καί την νύκτα διάβαζε το ψαλτήρι στην εκκλησία καί έλεγε την νοερά προσευχή. Κατόπιν αναχωρούσε σ’ άλλο μοναστήρι.
Έτσι ασκήθηκε ό γέροντας στην νηστεία, την προσευχή καί την σιωπή, άγνωστος σ’ όλους. Ύστερα επέστρεψε στον καλό του διδάσκαλο τον ησυχαστή.
5) Τον υποδέχθηκε με αγάπη ό ησυχαστής καί τον ρώτησε:
—Αδελφέ Γεώργιε, πώς αισθάνεται το πνεύμα σου;
—Καλά, με την ευχή σου, πάτερ.
—Να ξέρης, αδελφέ, ότι εσύ δεν είσαι καλεσμένος να γίνεις καλόγερος, αλλά θα κάνης μια άσκηση δυσκολότερη από ένα μοναχό. Διότι θα ζήσης πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο με προσευχή, νηστεία καί πολλή κακοπάθεια. ‘Αλλά θα έχεις αδιάκοπα την μνήμη του Θεού. Ή Χάρις Του θα είναι πάντα μαζί σου καί θα νικάς όλους τους πειρασμούς των δαιμόνων. Περιουσία στον κόσμο να μη απόκτησης. Να τιμάς τους Ιερείς καί τους μοναχούς, να συμβουλεύεις τους λαϊκούς, να βοηθάς όσο μπορείς τους πτωχούς, να προσεύχεσαι στην εκκλησία ήμέρα-νύκτα καί έτσι θα σωθείς.
—Καί πώς θα μπορέσω να εκτελώ όλα αυτά, ενώ είμαι αδύνατος;
—Πήγαινε στην έρημο, οπού δεν υπάρχει ανθρώπινο πρόσωπο να σε ίδή καί νήστευε 40 ήμερες. Καί για την αδυναμία της φύσεως σου να πάρεις μαζί σου λίγο ψωμί καί νερό. ‘Αλλά να έχεις πολλή προσοχή, διότι πολλούς πειρασμούς καί διαβολικές φαντασίες θα πάθεις. Όταν με το καλό τελείωσης αυτές τίς ήμερες θα λαβής μεγάλη χάρι από τον Θεό καί θα νικήσεις όλες τίς παγίδες του πονηρού διαβόλου.
6) ‘αφού διαπέρασε ό καλός ασκητής τον Ιορδάνη μόνο με το Ευαγγέλιο καί το ψαλτήρι στον ντορβά του, νήστευε στην έρημο 40 ημέρες, με προσευχή αδιάλειπτη καί με ενίσχυση στο σώμα πότε-πότε με λίγη τροφή. ‘Αλλά αυτές τίς ήμερες έπαθε πολλούς πειρασμούς. Μερικές φορές τον τρόμαζε ό εχθρός με φανταστικά θηρία καί φαρμακερά φίδια. Άλλοτε τον ταλαιπωρούσαν με την πείνα, την δίψα, με τον καύσωνα καί ιδιαίτερα με τα κουνούπια καί με κάθε είδους έντομα. Όμως αυτός με την βοήθεια του Θεού άπ’ όλα αυτά λυτρωνόταν.
Κάποια ημέρα του πέταξε ό εχθρός τον σκούφο πού φορούσε, για να του θόλωση την προσευχή. Τότε αυτός υποσχέθηκε στον Θεό ότι θα ζήση το υπόλοιπο της ζωής του με το κεφάλι ακάλυπτο. Μια άλλη ήμερα του πήρε τίς αρβύλες καί τίς εξαφάνισε. Από τότε ό γενναίος αγωνιστής βάδιζε σ’ όλη την ζωή του ξυπόλυτος. Μια άλλη φορά του εμφανίσθηκε ό σατανάς με την μορφή ανθρώπου, του έδειχνε κάτι καί του έλεγε:
—Γέρο-Γεώργιε, βλέπεις την αυλακιά αυτή;
—Ναι, την βλέπω, απάντησε ό ασκητής.
—Είναι ευθεία;
—Ναι, είναι ευθεία.
Να! Έτσι είναι καί ή πίστης σου προς τον Θεό, του είπε ό εχθρός, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να τον ρίξει στο αμάρτημα της υπερηφάνειας.
Άλλα ό γέρο-Γεώργιος σφραγίσθηκε με το σημείο του Τιμίου Σταυρού, καί ό διάβολος έγινε άφαντος από κοντά του.
7) αφού συμπληρώθηκαν 40 ήμερες, ό γέρο-Γεώργιος επήγε πάλι στον ησυχαστή της ερήμου. Τότε ό ερημίτης τον ασπάσθηκε καί του είπε:
—Αδελφέ Γεώργιε, επειδή νίκησες τον εχθρό καί δεν σε πλάνησε με τίς παγίδες του, Ιδού σου δίνει ό Θεός το χάρισμα της Καθαράς προσευχής καί την πνευματική δύναμη στον αγώνα σου. Διότι σε όλη την ζωή σου θα βαδίζεις ξυπόλυτος καί χωρίς καπέλο στο κεφάλι, αλλά ούτε από κρύο ούτε από ζέστη ούτε από ασθένεια θα υποφέρεις.
Κατόπιν ό γερο-ασκητής έβαλε μετάνοια στον διδάσκαλο του, επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, προσκύνησε τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου, έλαβε τα Πανάχραντα Μυστήρια καί αναχώρησε για το Αγιον Όρος του Αθωνος. Εδώ διέτριψε ακόμη ένα διάστημα, προσκυνώντας όλα τα ιερά σκηνώματα καί αναζητώντας οσίους μοναχούς από τα κοινόβια καί τίς σπηλιές. Κατόπιν αφού πήρε άπ’ όλους ευλογία, επέστρεψε στην οικογένεια του.
8) Έλεγαν οί μαθηταί του ότι ό γέρο-Γεώργιος δεν έμεινε ,πολύ καιρό στο Σουγκάγκ, στην πατρίδα του. ‘αφού κανόνισε τίς οικογενειακές του υποχρεώσεις, έφυγε ως προσκυνητής για τα μοναστήρια καί τίς σκήτες. Σκεπασμένος με μια πρόβεια, ξυπόλυτος, χωρίς σκούφο, με το ψαλτήρι στην μασχάλη καί το ραβδί στο χέρι, ό καλός προσκυνητής μετέβαινε από χωριό σε χωριό, από μοναστήρι σε μοναστήρι, λέγοντας την καρδιακή ευχή καί τους ψαλμούς του Δαβίδ. Την ήμερα οδοιπορούσε ενώ το βράδυ, έμενε σ’ ένα τόπο, κοντά στην εκκλησία του χωριού. Αφού αναπαυόταν μερικές ώρες, έμπαινε στην εκκλησία καί προσευχόταν εκεί μόνος του με την νοερά προσευχή μέχρι το πρωί. Κατόπιν αναχωρούσε για πιο πέρα. Έτσι αγωνίσθηκε ό γέρο-Γεώργιος τρία χρόνια, διερχόμενος την Τρανσυλβανία καί Μουντένια, προσευχόμενος στις εκκλησίες καί τα μοναστήρια ως ένας αληθινός προσκυνητής της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
9) Το έτος 1890 ό γέρο-Γεώργιος πήγε να προσκύνηση καί τα μοναστήρια της Μολδαβίας καί παρέμεινε λίγο καιρό σε κάθε ένα τόπο. Κατόπιν εγκαταστάθηκε οριστικά στην εκκλησία του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, πού είναι στο χωριό Πιάτρα της περιοχής Νεάμτς, κτισμένη από τον ηγεμόνα Στέφανο τον Μέγα. Έζησε στο καμπαναριό της εκκλησίας 26 χρόνια με σκληρή άσκηση, ως ένας πραγματικός στυλίτης καί ησυχαστής στο κέντρο της κοσμικής
κοινωνίας, αγαπώμενος άπ’ όλους καί προσευχόμενος για όλους.
10) Ή άσκησης του γέροντα Γεωργίου, κατά τίς μαρτυρίες των
μαθητών του άρχιμ. Μήνα καί Πρωτοσύγκελου Δαμάσκηνου Τροφίν από το μοναστήρι Νεάμτς, ήταν ή εξής:
Το πρωί αναχωρούσε με το ραβδί στο χέρι καί με το ψαλτήρι στην μασχάλη καί πήγαινε σε μερικές οικογένειες πού τον καλούσαν να τους επισκεφθεί, λέγοντας απέξω τους ψαλμούς. Από τα χρήματα πού του έδιναν για ελεημοσύνη, αγόραζε πάρα πολλά ζεστά ψωμιά από τους φούρνους καί το απόγευμα, Όταν επέστρεφε, τα μοίραζε στους πτωχούς καί ζητιάνους της πόλεως πού τον περίμεναν μπροστά στο καμπαναριό. Σε μερικούς έδινε ψωμί, σε άλλους χρήματα, καί δεχόταν όλους τους πιστούς με πολύ αγάπη. Κατόπιν ανέβαινε στο καμπαναριό μόνος του με το ψαλτήρι του. Εκεί ασχολείτο με την προσευχή του Ιησού μέχρι το βράδυ. Μετά την δύσι του ηλίου έτρωγε λάχανα βραστά καί αναπαυόταν.
στις 11 την νύκτα ό γέροντας κατέβαινε από τον πύργο, κλεινόταν μέσα στην εκκλησία καί προσευχόταν Εκεί μόνος, άγνωστος άπ’ όλους, μέχρι τα χαράματα. Κατόπιν έβγαινε από την εκκλησία καί πήγαινε να εύρη χρήματα για να αγοράση ψωμί για τους πτωχούς.
11) Το ψαλτήρι ήταν το προσφιλέστερο βιβλίο της προσευχής του. Το ήξερε όλο απέξω καί το έλεγε τακτικά κάθε ήμερα. Στον δρόμο απήγγειλε τους ψαλμούς με φωνή δυνατή καί αργά, λέγοντας:
— Τώρα ν’ αρχίσουμε, αγαπητοί, με την προσευχή του πρώτου καθίσματος. αφού τελείωνε, πρόσθετε: Τώρα ας αρχίσουμε, αγαπητοί, με την προσευχή του δευτέρου καθίσματος! Έτσι συνέχιζε μέχρι τέλους το ψαλτήρι του. Κατόπιν μοίραζε ελεημοσύνες καί ανέβαινε πάλι στον πύργο του.
12) “Έλεγαν οί μαθηταί του γέροντα ότι όλοι οί άνθρωποι της πόλεως καί των περιχώρων τον γνώριζαν καί ωφελούντο από την αγία ζωή του. Νέοι καί γέροντες, πτωχοί καί πλούσιοι, όλοι μαζί τον αποκαλούσαν από κοινού «Ό πάππους Γεώργιος». Όταν περνούσε από το χωριό ή τον δρόμο, μερικοί του ασπάζοντο το ψαλτήρι, άλλοι του έδιναν ελεημοσύνη για να προσεύχεται γι’ αυτούς, τα παιδιά
σταματούσαν από τα παιγνίδια των, τα ζώα του κάμπου στέκονταν για λίγο λόγω της συρροής του κόσμου, ενώ τα σκυλιά ουδέποτε γάβγιζαν μπροστά του. Πολλοί χριστιανοί τον ξεπροβοδούσαν, πηγαίνοντας με ευλάβεια πίσω του καί ακούγοντας τους ψαλμούς πού έψαλλε.
13) Έλεγαν οί μαθηταί του γέροντα ότι ή κατανυκτικότερη προσευχή του ήταν ή νυκτερινή, την οποία έκανε στην εκκλησία επί 30 χρόνια. Την ταξί αυτή την διατήρησε οπουδήποτε πήγαινε με πολλή ευλάβεια. Ήταν πύρινη ή προσευχή του καί την επιτελούσε μυστικά χωρίς να το γνωρίζει ό κόσμος.
14) Ό μαθητής του, ό πρωτοσύγκελος Δαμασκηνός Τροφίν από το μοναστήρι Νεάμτς, έλεγε τα έξης:
Επειδή καταγόμουν από το ίδιο χωριό με τον γέρο-Γεώργιο, ερχόταν αυτός συχνά στο σπίτι μας. Μια ήμερα, τότε πού ήμουν 15 ετών, είπε ό γέροντας στον πατέρα μου:
— Αγαπητέ, άφησε το παιδί να προσεύχεται στην εκκλησία μαζί μου.
—Το αφήνω, γέροντα Γεώργιε. Καί πηγαίνουμε μαζί στην ηγεμονική εκκλησία του αγίου Ιωάννου.
Την νύκτα στις 11 άνοιγε την εκκλησία καί εμείς την κλειδώναμε από μέσα. Έμενα μ’ έστελνε στο αναλόγιο να διαβάζω το Ωρολόγιο, ενώ αυτός έμενε στον νάρθηκα. Στεκόταν εκεί ακίνητος, ξυπόλυτος στο πέτρινο δάπεδο, με τα χέρια υψωμένα καί προσευχόταν επί δύο ώρες. Εγώ κοίταζα κρυφά να ιδώ πώς προσευχόταν, αλλά δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Ύστερα έλεγε δυνατά μερικά καθίσματα του ψαλτηρίου, κατόπιν άφηνε το ψαλτήρι καί σε κάθε άγιο του Ωρολογίου, έλεγε’ αυτή την σύντομη προσευχή:
—Άγιε οσιότατε πάτερ… πρέσβευε τω θεώ, όπερ εμού του αμαρτωλού.
Στην συνέχεια άρχισε να μνημονεύει τους ανθρώπους πού του έδωσαν ελεημοσύνες την προηγούμενη ημέρα, χωρίς να λησμονεί κανέναν, δεδομένου ότι τους μνημόνευε απέξω. Για κάθε ένα όνομα έκανε μια μετάνοια καί έλεγε αυτή την προσευχή:
—Παναγία Τριάς, ελέησον τον τάδε, πού ελέησε εμένα τον αμαρτωλό!
Κατόπιν έβαζε την πρόβεια, το ψαλτήρι καί το ραβδί του στο αναλόγιο κοντά καί άρχιζε να κάνη μετάνοιες με την ευχή του Ιησού περισσότερο από μια ώρα. Καί όταν πλησίαζε να φωτίση ή ημέρα, ερχόταν κοντά μου καί μου έλεγε:
—Τώρα άιντε να πηγαίνουμε, αγαπητέ!
15) Τον χειμώνα το χιόνι καί οί παγετοί του έλειωναν τα γυμνά πόδια του ενώ το καλοκαίρι υπέφερε από την τρομερή ζέστη. Καί όμως ό γερο-Γεώργιος, καθώς έλεγαν οί πατέρες, δεν αρρώστησε ποτέ, διότι ή Χάρις του Κυρίου ήταν πάντοτε μαζί του.
16/ Όταν ήταν στην Τρανσυλβανία, ανέβηκε τον χειμώνα στα Καρπάθια όρη, στην σκήτη Ίλαμομιτσιοάρα. Όταν είδε ότι ή εκκλησία δεν είχε θερμάστρα, είπε στον ηγούμενο:
—Πώς μένετε στην εκκλησία χωρίς φωτιά; —Δεν έχουμε χρήματα να αγοράσουμε σόμπα, απάντησε ό ηγούμενος, θαυμάζοντας την άσκηση του. Τότε αμέσως ό γέρο-Γεώργιος αγόρασε μια σόμπα, εσωτερικά χτισμένη , με πηλό, από την Σινάια καί την επήγε στην σκήτη.
17) Σαν πέρασε κάποτε από ένα χωριό σε καιρό χειμώνας, τον . είδαν οί άνθρωποι ξυπόλυτο καί του είπαν:
Γέρο-Γεώργιε, θέλεις να σου αγοράσουμε εμείς ένα ζευγάρι
τσαρούχια;
—Αφήστε, αγαπητοί, απάντησε ό γέροντας, διότι τα πόδια μου είναι πολύ ζεστά σαν τα δικά σας.
18) Σε κάθε μοναστήρι πού επισκεπτόταν, έμενε μια εβδομάδα, κρατώντας το ιερό τυπικό του απαράλλακτο καί ασχολούμενος πνευματικές συνομιλίες με οσίους πατέρας. Τα προσφιλέστερα μοναστήρια πού μετέβαινε ήταν: Ή Μπιστρίτσα, το Νεάμτς, ή Συχάστρια, ή Σύχλα, ή Άγαπία, το Βατάτεκ καί το Νεκίτ.
19) Ή φήμη της ασκήσεως του είχε φθάσει μέχρι το άλλο μέρος των συνόρων της Μολδαβίας. Για αυτό έρχονταν πολλοί να του ζητήσουν ωφέλιμες συμβουλές, άλλοι να τον παρακαλέσουν να προσευχηθεί για αυτούς καί άλλοι του ζητούσαν ελεημοσύνη. Καί ό γέροντας, πράος στο πρόσωπο, γλυκύς στην φωνή, σοφός στα λόγια καί ταπεινός στην καρδιά όλους τους ανάπαυε καί τους οικοδομούσε πνευματικά.
20) Έρχονταν ακόμη στον γέρο-Γεώργιο νέοι από την Τρανσυλβανία καί Μολδαβία πού επιθυμούσαν να υπηρετήσουν τον Χριστό. Καί αυτός, προικισμένος με το προορατικό χάρισμα, μερικούς τους έστελνε στα μοναστήρια της Μολδαβίας ή στο Αγιον Όρος, ενώ άλλους τους έστελνε στα σπίτια των. Τους περισσοτέρους από
τους μαθητάς του τους είχε στο μοναστήρι Νεάμτς, ενώ από τίς μοναχές στα μοναστήρια Άγαπία καί Βαράτεκ. Καί όλα τα πνευματικά του παιδιά έγιναν αγιασμένοι μοναχοί.
21) Κάποτε τον ερώτησε ένας νέος από το Ζάρνεστ:
—Γέρο-Γεώργιε, θέλω να γίνω μοναχός. Σε ποιο μοναστήρι να πάω;
—Άκουσε, αγαπητέ, εάν θέλεις να σωθείς, πήγαινε εκεί όπου υπάρχουν πολλοί πειρασμοί.
22) Μια άλλη φορά, τον ερώτησε ό μαθητής του Δημήτριος Τροφίν από το Πιάτρα-Νεάμτς:
—Γέρο-Γεώργιε, αποφάσισα να πάω στο Αγιον Όρος. τι συμβουλή μου δίνεις;
—Αγαπητέ, μην πηγαίνεις στο ΑγιονΟρος. Μπορείς να είσαι καί εδώ καλός μοναχός. Πήγαινε στην σκήτη Συχάστρια. Εκεί είναι ένας ενάρετος ηγούμενος καί οί αδελφοί κάνουν μεγάλους πνευματικούς αγώνας. Τον άκουσε ό μαθητής καί αξιώθηκε αργότερα να γίνη περίφημος Πνευματικός.
23) Άλλοι δύο μαθηταί του γέροντα, ονόματι Ιωάννης καί Κων/νος Παβαλούκα, πού ήταν έργάται από την κοινότητα Μπρέτσκου, τον ερώτησαν:
—Γέρο-Γεώργιε, θέλουμε να γίνουμε καί οί δύο μοναχοί. Δωρίζουμε στα μοναστήρια καί την περιουσία μας πού αποτελείται από 500 πρόβατα. Σε ποιο μοναστήρι να πάμε—Αγαπητοί, πηγαίνετε στο μοναστήρι Νεάμτς. Εκεί θα βρείτε την σωτηρία σας.
24-25) Μερικές φορές αποσυρόταν στο μοναστήρι Συχάστρια, όπου ηγούμενος ήταν ένας από τους μαθητάς του, ο πρωτοσύγκελος Ιωαννίκιος Μορόί. Την νύκτα προσευχόταν κατά την συνήθεια του στην εκκλησία, ενώ την ημέρα προσευχόταν καί διάβαζε το ψαλτήρι σ’ ένα απόκρυφο τόπο στο βουνό Τατσιούνε.
26) Κάποτε ανέβηκε ό γέρο-Γεώργιος στην σκήτη Σύχλα με πολλούς πατέρας από την Συχάστρια. Ό γέροντας πήγαινε μπροστά, λέγοντας μυστικά την νοερά προσευχή. Ξαφνικά σκόνταψε καί κόντεψε να πέση κάτω. Τότε στράφηκε προς τους πατέρας και τους είπε:
—Βλέπετε τι μου συνέβη; Λίγο μόνο άφησα την προσευχή καί ή Χάρις του Θεού αμέσως με άφησε. Κατέβηκα με την σκέψη μου εδώ κάτω στα γήίνα καί κινδύνευσα να πέσω. Γι’ αυτό ό νους πρέπει να είναι πάντοτε υψηλά στον Θεό.
27) Για την θαυμαστή εργασία της προσευχής δεν έλεγε τίποτε σε κανέναν. Μόνο στην μεγαλύτερη κόρη του, την Άννα, δίδαξε την νοερά προσευχή, όταν ζούσε με την οικογένεια του. Γι’ αύτη την ευχή έλεγε ή κόρη του:
—Επαναλάμβανα πάντοτε την προσευχή «Κύριε Ιησού…» όπως με είχε διδάξει ο πατέρας μου αλλά δεν μπορούσα να την λέγω με προσοχή. Ό νους μου διασκορπιζόταν πάντοτε, αλλά δεν προσευχόμουν όλη την ημέρα. Γι’ αυτό ήμουν λυπημένη καί παρακαλούσα τον Θεό να μου δώσει το δώρο της προσευχής. Κάποτε, περνώντας δίπλα από μια τρωίτσα προσκύνησα μπροστά της με πολλή πίστη. Εκείνη την στιγμή αισθάνθηκα ότι μια δύναμις μπήκε μέσα στην καρδιά μου. ‘Από τότε ό νους μου κατέβηκε στην καρδιά καί προσεύχομαι πάντοτε με ανέκφραστη χαρά καί θερμότητα.
28) Έλεγαν οί μαθηταί του γέροντα Γεωργίου, ότι κάποτε, όταν προσευχόταν κατά την συνήθεια του μέσα στην εκκλησία, του εμφανίσθηκε ό σατανάς μπροστά του καί τον ερώτησε με οργή:
—τι κάνεις εσύ εδώ;
—Προσεύχομαι στον Θεό, απάντησε ό γέροντας ατάραχος. Καλά κάνεις, απάντησε ό εχθρός καί εξαφανίσθηκε
29) Μια άλλη φορά έλεγε ο γέροντας στους μαθητάς του:
—Κάποια Κυριακή, Όταν γύριζα από την εκκλησία, είδα στην ταβέρνα του χωρίου πολλούς ανθρώπους να πίνουν καί μεταξύ αυτών πολλούς διαβόλους, τους οποίους είχα ίδή καί άλλη φορά σε διαφορετικό μέρος.
30) Έλεγαν γι’ αυτόν ότι, εάν του έδιναν καμιά ελεημοσύνη περισσότερη από ένα λέϊ, δεν ήθελε να την πάρη καί με πραότητα τους έλεγε:
—Αγαπητοί, δώστε τα στους πτωχούς, διότι έτσι μας διέταξε ό Θεός.
31) Κάποτε ήλθε σ’ αυτόν μια χήρα γυναίκα, καί του είπε κλαίγοντας:
—Γέρο-Γεώργιε, είμαι μία χήρα γυναίκα, έχω πέντε παιδιά στο σχολείο καί δεν έχω ούτε ένα λέϊ.
—Πόσα έχεις ανάγκη; Την ρώτησε ό γέροντας.
—Μου χρειάζονται εκατό λέϊ (400 δρχ.).
Τότε αυτός της έδωσε όλα οσα είχε πάρει ελεημοσύνη από τους ανθρώπους εκείνη την ήμερα.
32) Έλεγαν οί γέροντες συμπατριώτες του, ότι τον χειμώνα, ο οποιαδήποτε παγωνιά καί να είχε, ό γερο-Γεώργιος βάδιζε αργά στον δρόμο με τους χιονοστρόβιλους καί τίς χιονοστιβάδες απαγγέλλοντας το ψαλτήρι απέξω. Όταν περνούσε δίπλα από αρτοποιεία, έμπαινε μέσα καί πλησίαζε τα πόδια του στην φωτιά για να λιώσει Ο πάγος από τα δάκτυλα του. Καί κατόπιν αναχωρούσε προσευχόμενος.
33) Κάπου-κάπου τον ρωτούσαν οί μαθηταί του:
—Πότε θα πεθάνεις, γέρο-Γεώργιε;
—Αγαπητοί, εσείς γνωρίζετε πότε; Όταν θα γίνη αναταραχή στον κόσμο, θα είναι μεγάλη εορτή καί θα κτυπούν όλες οί καμπάνες της χώρας, τότε θα πεθάνω.
34) στις 15 Αυγούστου 1916, τότε πού εορτάζουμε την κοίμηση της Θεοτόκου, την ώρα πού ό καμπανάρης της ηγεμονικής εκκλησίας του αγίου Ιωάννου στο χωριό Πιάτρα-Νεάμτς ανέβαινε στο καμπαναριό να κτυπήσει τίς καμπάνες για την γενική επιστρατεύσει, ό γέρο-Γεώργιος Λαζάρ ήταν κατάκοιτος στο κελί του με το ψαλτήρι δίπλα του. Εκείνη λοιπόν την στιγμή ό ευλαβέστατος προσκυνητής Γεώργιος παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Ιησού Χριστου.
Συνοδευόμενος από χιλιάδες πιστούς, ενταφιάσθηκε στο Κοιμητήριο της πόλεως, ντυμένος με την πρόβεια του, με το ψαλτήρι καί το ραβδί δίπλα του.
35) Ή μετακομιδή των λειψάνων του από το Πιάτρα στο Βαράτεκ έγινε ως έξης:
Το έτος 1934 ό πρωτοσύγκελος Δαμασκηνός Τροφίν, μαθητής του, όντας στάρετς του μοναστηρίου Ρίσκα της επαρχίας Σουτσεάβας, ήθελε να πάει τα λείψανα του γέρου-Γεωργίου στο Ρίσκα. Ως εκ τούτου, αφού τα τοποθέτησε σ’ ένα κιβώτιο, τα έβαλε επάνω στην καρότσα καί ξεκίνησε για το χωριό Τίργκου περιοχής Νεάμτς. Στο δρόμο πού οδηγεί προς το Βαράτεκ, τα άλογα σταμάτησαν καί δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να πάνε πιο πέρα. Μάταια προσπαθούσε ό πατήρ Δαμασκηνός για να ξεκινήσουν άπ’ εκείνο τον τόπο. Ξαφνικά τα αλόγα ξεκίνησαν μόνα των τρέχοντας προς το Βαράτεκ καί δεν σταμάτησαν παρά μόνο όταν έφθασαν έξω από το μοναστήρι.
Τότε αντιλήφθηκε ό στάρετς ότι αυτό ήταν το θέλημα του μακαριστού γέροντος Γεωργίου. Του διάβασε λοιπόν επιμνημόσυνο δέηση με όλη την συνοδεία των μοναζουσών καί τοποθέτησε τα λείψανα του σε μια τάφρο κάτω από το Ιερό Βήμα, όπου ευρίσκονται μέχρι σήμερα.
«Μακάριους εξελέξω καί προσελάβου, Κύριε». Ένα άλλο γεγονός το όποιο πληροφορηθήκαμε από τον Ιερομόναχο π. Πετρώνιο Προδρομίτη εκ της Ρουμανικής Σκήτης Αγίου Όρους για τον προσκυνητή γέρο-Γεώργιο Λαζάρ είναι το έξης:
Κάποια φορά ό λαϊκός προσκυνητής Γεώργιος Λαζάρ μπήκε στο τραίνο από το χωριό Πιάτρα-Νεάμτς. Τον πλησίασε ό εισπράκτορας καί του ζήτησε χρήματα για εισιτήριο. Εκείνος είπε ότι δεν έχει χρήματα. «Στην επόμενη στάση θα κατεβείς», του είπε ό εισπράκτορας. Πράγματι, κατέβηκε ο γερο-Γεώργιος, αλλά το τραίνο δεν ξεκινούσε. Τότε τον ανέβασαν πάλι επάνω καί χωρίς καμία ενέργεια του μηχανοδηγού το τραίνο συνέχισε την πορεία του.
Πηγή: oparadeisos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου