Ο Άγιος Νικόλαος επειδή επιθυμούσε διακαώς να φτάσει σε τελειότερα στάδια αρετής και να απολαύσει μεγαλύτερη αγάπη κοντά στο Θεό, τον κατέλαβε η σφοδρή επιθυμία της ησυχίας σε έρημο τόπο.
Αφού όμως δεν υπήρχε η δυνατότητα να πετύχει με διαφορετικό τρόπο το ποθούμενο, λαχτάρησε έτσι με θέρμη την αποδημία. Αλήθεια, ο προφήτης λέγει: «Αφοσιωθείτε στη ζωή της ησυχίας και αποκτήστε τη θεία γνώση». Για τούτο σκέφτηκε να απομακρυνθεί από τον κόσμο και, σύμφωνα με την προτροπή του προφήτη, σχεδίαζε να κατοικήσει σε έρημο τόπο.
Και πραγματικά, η ερημιά είναι μητέρα της ησυχίας, ενώ η ησυχία συνάπτει με πολύ κατάλληλο τρόπο τις θείες έννοιες και τη θεωρία με το Θεό.
Έτσι κάποτε θεώρησε εύλογο να πάει στην Παλαιστίνη, για να επισκεφτεί τους Αγίους Τόπους, όπου έζησε ο Κύριος, ο οποίος υπέστη τα φρικτά πάθη για τη σωτηρία μας. Επιβιβάστηκε λοιπόν σε αιγυπτιακό πλοίο, που εκείνο τον καιρό απέπλευσε από εκεί, και έφτασε στην Παλαιστίνη.
Ο Άγιος πήγε στον Τάφο του Χριστού και ακολούθως στο σεβάσμιο Γολγοθά, στον όποιο είχε στηθεί ο σωτήριος Σταυρός. Στη συνέχεια προσήλθε, νυχτερινή ώρα, στο Τίμιο Ξύλο του Σταυρού, που είχε τοποθετηθεί οε ιερό Ναό. Μόλις πλησίασε στο Ναό, οι πύλες άνοιξαν αυτομάτως. Εκεί προσευχήθηκε θερμά και προσκύνησε με πολλή ευλάβεια. Έτσι έλαβε πλουσιότερη τη χάρη και τη δύναμη του αγαθού και παναγίου Πνεύματος.
Αφού διέμεινε στην Παλαιστίνη αρκετό χρονικό διάστημα και για να μη στερηθεί το ποίμνιό του για περισσότερο χρόνο τη γλυκιά του φωνή, πήρε εντολή από το Θεό, με θείο όραμα, να γυρίσει στον τόπο του.
Αυτός επέστρεψε στην ιερά Μονή της Αγίας Σιών, την οποία, είχε οικοδομήσει ο θείος του. Εκεί έγινε δεκτός με πολλή χαρά και γέμιζε την ψυχή όλων με απερίγραπτη ευχαρίστηση. Επειδή, όμως, η θεία Πρόνοια ρύθμιζε με σοφία τα σχετικά με αυτόν και το μεγάλο αυτό πνευματικό φως επρόκειτο να τοποθετηθεί σε μεγάλη λυχνία, τον κατέβασε πάλι στην πόλη, με σκοπό να εργάζεται φιλόπονα τη θεία γλυκύτητα της αρετής.
Και ενώ ο Άγιος επιτελούσε έτσι τα έργα της αρετής, ώστε να μην τον βλέπει ανθρώπινο μάτι, έκανε περισσότερο φανερό τον κατά πάντα άξιο εαυτό του. Η αρετή, πράγματι, δεν έκρυβε τον εργάτη περισσότερο απ’ ό,τι κρύβει το φως εκείνους που περπατούν κάτω από αυτό. Βεβαιότατα γίνεται γνωστός’ και ο ουράνιος Πατήρ, ο οποίος βλέπει την αρετή του, που κρύβεται, την επιβραβεύει φανερά. Και πως έγινε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση προσέξτε τη διήγηση:
Εκείνον τον καιρό εκοιμήθη (πέθανε) ο αρχιερέας της πόλεως των Μυρέων και έμεινε κενός ο μητροπολιτικός θρόνος. Τότε κατέλαβε θεία επιθυμία τους επισκόπους που ήταν υπό την εξουσία τους και τους επίλεκτους από τον υπόλοιπο ιερό Κλήρο να εκλέξουν αρχιερέα πρόσωπο άξιο για τον αρχιερατικό θρόνο. Αφού, λοιπόν, συνάχτηκαν όλοι, κάποιος από αυτούς διατύπωσε τη γνώμη (γεγονός οφειλόμενο στο Θεό και στην οικονομία της θείας σοφίας) να εμπιστευθούν στην προσευχή το θέμα της εκλογής του αρχιερέα και να αφήσουν τη χειροτονία του στην απόφαση του Θεού. Ενώ, λοιπόν, αυτοί προσεύχονταν για το σκοπό αυτό, ο Κύριος, που κάνει το θέλημα εκείνων που τον φοβούνται και τον τιμούν, φανέρωσε σε έναν από αυτούς ποιόν έπρεπε να εκλέξουν αρχιερέα. Και αυτό έγινε ως εξής ενώ προσευχόταν ο επίσκοπος αυτός, εμφανίστηκε κάποια θεία οπτασία και του φαινόταν ότι τον διέτασσε να πάει και να σταθεί κοντά στις εισόδους του Ναού και ότι του έλεγε: «Όποιος θα έμπαινε πρώτος στο Ναό, αυτός είναι που κινείται με το φωτισμό του δικού μου Πνεύματος. Νικόλαος ονομάζεται ο άνδρας αυτός και σ’ αυτού τα χέρια πρέπει να ανατεθεί ο επισκοπικός θρόνος και η προστασία της Εκκλησίας, το αξίωμα αυτό γι’ αυτόν έχει προοριστεί».
Έργο προσευχής και θείου φωτισμού η εκλογή του Αγίου για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο των Μύρων
Τις αποκαλύψεις αυτές, που είχε από τη θεία οπτασία εκείνος ο ευσεβής άνθρωπος, δεν τις κράτησε απόρρητες, αλλά τις ανακοίνωσε στη Σύνοδο των επισκόπων και στον υπόλοιπο ιερό Κλήρο. Και ενώ, λοιπόν, όλοι προσεύχονταν με περισσότερη ένταση, εκείνος στον οποίο αποκαλύφτηκε ποιος θα ήταν ο μεγάλος και άξιος έφτασε στον τόπο που έπρεπε, σύμφωνα με την εντολή της θείας οπτασίας. Ήδη όμως πρωί-πρωί και ο μέγας Νικόλαος, αφού υποκινήθηκε από το θείο Πνεύμα, πήγε και αυτός στην Εκκλησία. Μόλις έφτασε στο Ναό, συναντήθηκε μ’ αυτόν. Τότε ο επίσκοπος που είδε το όραμα αμέσως τον ρώτησε: «Τέκνο μου, πως ονομάζεσαι;». Εκείνος του απάντησε με πραότητα και λεπτότητα:
«Νικόλαος αμαρτωλός, Δέσποτα, δούλος της αγιότητάς σου».
Όταν λοιπόν ο ευσεβής εκείνος άνθρωπος άκουσε από τον πραγματικά μεγάλο τα μετρημένα και γεμάτα ταπεινοφροσύνη εκείνα λόγια … πείστηκε ότι αυτός είναι εκείνος που υποδεικνύει ο Θεός για αρχιερέα, και αμέσως ένιωσε απερίγραπτη ευχαρίστηση. Και η αγαλλίαση του ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και αισθανόταν τέτοια χαρά —γιατί πρέπει να διαλάμπει και ο λόγος της θείας Γραφής— σαν εκείνον που βρίσκει λάφυρα πολλά και σαν εκείνον που βρίσκει τυχαίως κάποιον κρυμμένο θησαυρό.
‘Ύστερα από αυτά συλλογίστηκε ότι η εύρεση του μεγάλου πραγματικά για το αρχιερατικό αξίωμα ήταν έργο του θείου φωτισμού. Είπε λοιπόν προς αυτόν: «Τέκνο μου, άκολούθα με», και, αφού τον παρέλαβε, τον πήγε στους επισκόπους. Η ψυχή τους πλημμύρισε από θεία χαρά και έκριναν ότι η απόφαση τού Θεού στηρίχτηκε στην αρετή τού ανδρός.
Επειδή όμως η είδηση έφτασε παντού πολύ γρήγορα, συγκεντρώθηκε αμέτρητο πλήθος λαού. Αμέσως οι επίσκοποι, με πολύ υψωμένη τη φωνή, είπαν: «Δεχθείτε, αδελφοί, τον δικό σας ποιμένα, δεχθείτε τον με προθυμία’ αυτόν πού έχρισε το Άγιο Πνεύμα για σας και στον οποίο εμπιστεύτηκε τη διαποίμανση των ψυχών σας και την πνευματική σας κατάρτιση αυτόν πού γιά το έργο αυτό δεν τον εξέλεξε ανθρώπινη ψήφος, αλλά τον όρισε ο Θεός. Έχουμε, επομένως, αυτόν πού ποθούσαμε’ αυτόν πού ζητούσαμε τον έχουμε λάβει με τρόπο θαυμαστό». Σ’ αυτούς το πλήθος των χριστιανών προσέθεσε την ευχαριστία και απηύθυναν προς το Θεό λόγια ευφροσύνης, την οποία δεν είναι εύκολο να περιγράφει κανείς.
Εκείνος αρχικά ανέβαλλε και φοβόταν την «προεδρία» εξ- αιτίας της όντως επαινετής δειλίας του. Μόλις όμως ανέβηκε στον αρχιερατικό θρόνο ορθοτομούσε το λόγο της αληθείας και πίστευε και δίδασκε ορθώς τα δόγματα της Πίστεώς μας.
Ένας, λοιπόν, παλαιότερος λόγος, αναφέρει ότι ο μακαριστός αυτός άνθρωπος διακρινόταν για το πρεσβυτικό του ήθος και την αγγελική του όψη και ευωδίαζε από αγιοσύνη και χάρη θεία. Ακόμη ο λόγος λέγει και τα εξής γιά τον Άγιο: «Όταν κάποιος απλώς τον συναντούσε κατά τύχη στο δρόμο, παρουσίαζε αμέσως μεγάλη βελτίωση στην αρετή, μόνο και μόνο με τη θέα τού Αγίου, και γινόταν στον εσωτερικό του κόσμο κάποια μεταμόρφωση. Και καθένας πού η ψυχή του υπέφερε από κάποια συμφορά και λύπη, όταν και μόνο τον ατένιζε, εύρισκε ικανοποιητική παρηγοριά και ανακούφιση.
»Επιπλέον, από τον Άγιο έβγαινε και κάποια υπέρφωτη λάμψη και το πρόσωπό του έλαμπε περισσότερο παρά του Μωυσή. Όταν καμιά φορά ουνέβαινε να τον συναντήσουν στο δρόμο κάποιοι αιρετικοί, και μόνο αν απολάμβαναν τη γλυκιά του ομιλία, έφευγαν ύστερα, αφού πριν είχαν αποβάλει από την ψυχή τους την αίρεση, πού είχε συναυξηθεί με την ηλικία τους, και έβαζαν βαθιά στην καρδιά τους τον ορθό λόγο της αληθείας».
Από τον βίο του Αγίου Νικολάου Μύρων της Λυκίας.
Πηγή: iconandlight
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου