Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινός. Μᾶς ἔχει διδάξει νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος πράττει, "ἑβδομηκοντάκις ἑπτά" (Ματθ. ιη΄ 22).
Δὲν ὀργίζεται γιὰ τὶς καθημερινές μας ἁμαρτίες, ἀλλὰ θλίβεται γιὰ τὶς πτώσεις μας καὶ μὲ πατρικὴ ἀγάπη περιμένει τὴ μετάνοια καὶ ἐπιστροφή μας.
Μᾶς ἀγαπάει ἀληθινὰ καὶ ἡ ἀγάπη του αὐτὴ πολλὲς φορὲς μετατρέπεται σὲ παιδαγωγία, σὲ τρόπους συμπεριφορᾶς ποὺ δὲν μᾶς ἀρέσουν, ἀλλὰ ἐπιβάλλονται γιὰ τὴ σωτηρία μας.
Σὲ κανέναν ἀσθενῆ δὲν ἀρέσουν τὰ φάρμακα ποὺ τοῦ δίνει ὁ γιατρός, ἀλλὰ τὰ παίρνει γιὰ νὰ θεραπευθεῖ καὶ νὰ σωθεῖ. Ἀλλοίμονο, ὅμως σὲ ἐμᾶς!
Ἐκμεταλλευόμασε τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ μας καὶ λησμονοῦμε τὶς εὐεργεσίες Του πρὸς ἐμᾶς.
Εἴμαστε ἀνάξιοι τῆς ἀγάπης Του καὶ συμπεριφερόμαστε μὲ ἀχαριστία, ἡ ὁποία δείχνει πονηράδα καὶ ὡς ἐκ τούτου τὴ βδελύσσεται ὁ Θεός μας.
Γι' αὐτὴ τὴν ἀχαριστία μας παραπονιέται κι ὅλας Ἐκεῖνος, ὅπως παραπονέθηκε γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ πρὸς ἀπόδοση εὐχαριστίας γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ ἑνὸς μόνο ἀπὸ τοὺς δέκα λεπροὺς λέγοντας;
"Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;" (Λουκ. ιζ΄ 17). Τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ μας γιὰ τὴν ἀχαριστία μας τὸ βλέπουμε ἀποτυπωμένο στὸ 12ο Ἀντίφωνο τῆς Μεγάλης Πέμπτης:
«Τάδε λέγει Κύριος τοῖς Ἰουδαίοις· Λαός μου, τί ἐποίησά σοι ἢ τί σοι παρηνώχλησα; τοὺς τυφλούς σου ἐφώτισα, τοὺς λεπρούς σου ἐκαθάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπὶ κλίνης ἠνωρθωσάμην. Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καὶ τί μοι ἀνταπέδωκας; Ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν∙ ἀντὶ τοῦ ὕδατος ὄξος· ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με σταυρῷ με προσηλώσατε. Οὐκέτι στέγω λοιπόν· καλέσω μου τὰ ἔθνη κἀκεῖνα με δοξάσουσι σὺν τῷ Πατρί καί τῷ Πνεύματι· κἀγὼ αὐτοῖς δωρήσομαι ζωὴν τὴν αἰώνιον».
Στὸ ἀντίφωνο αὐτὸ βλέπουμε τὸν Ἰησοῦ νὰ διαλέγεται μὲ τοὺς Ἑβραίους. Ἔχοντας μέσα του μεγάλο πόνο ψυχῆς γιὰ τὴ σκληροκαρδία καὶ τὴν ἀχαριστία τους, τοὺς ρωτάει: Λαέ μου, τί κακὸ σοῦ ἔκανα καὶ κατὰ τί σὲ στεναχώρησα;
Δὲν χάρισα τὸ φῶς στοὺς τυφλούς σου; Δὲν καθάρισα τοὺς λεπρούς σου; Δὲν σήκωσα παράλυτο ἄνδρα ἀπὸ τὸ κρεβάτι; Τί σοῦ ἔκανα, ὥστε νὰ δικαιολογεῖται ἡ ἀχάριστη συμπεριφορά σου;
Ὅταν ἤσουν στὴν ἔρημο περιπλανώμενος, ἐγὼ σὲ χόρτασα μὲ τὸ μάννα, καὶ ὅταν διψοῦσες, ἐγὼ σὲ πότισα μὲ δροσερὸ νερὸ ἀπὸ τὴ σκληρὴ πέτρα. Καὶ τώρα τί κάνεις ἐσὺ γιὰ Ἐμένα;
Μοῦ ἔδωσες χολὴ καὶ ξύδι. Καὶ ἀντὶ νὰ μοῦ δείξεις εὐγνωμοσύνη καὶ ἀγάπη, μὲ σταύρωσες. Μὴν παίζεις, ὅμως, μὲ τὴν ἀνοχὴ καὶ τὴ μακροθυμία μου. Δὲν σὲ ὑποφέρω ἄλλο!
Σ᾽ ὅλα τὰ πράγματα ὑπάρχουν ὅρια, ὅπως καὶ στὴ δική μου ἀντοχή. Δὲν σὲ ἀνέχομαι πιά. Σὲ ἀρνοῦμαι.
Καὶ στὴ θέση σου θὰ καλέσω σὰν περιούσιο λαό μου πάντα τὰ ἔθνη, τὰ ὁποῖα θὰ μὲ δεχτοῦν ὡς Μεσσία τους, θὰ μὲ πιστέψουν καὶ θὲ μὲ δοξάσουν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα μου καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Καὶ σ᾽ αὐτούς θὰ χαρίσω τὴν αἰώνια ζωὴ τῆς θείας βασιλείας μου.
Εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα νὰ ἀρνηθεῖ ὁ Πλάστης τὸ πλάσμα του! Ἡ ἄπειρη ἀγαθοδωρία του, δυστυχῶς, κάποτε στερεύει, ἀλλὰ μόνο μπροστά στὸ πεῖσμα, στὴ σκληροκαρδία καὶ στὴν ἀχαριστία τοῦ πλάσματος.
Ἡ θεία ἀγαθοσύνη συστέλλεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάσει τὸν ἀνθρωπισμό του, ὅταν ὁμοιωθεῖ μὲ τὰ ἀνόητα κτήνη, ὅταν ὁ σπόρος τῆς πίστεως δὲν βλαστήσει στὸ ἔδαφος τῆς ψυχῆς του, ὅταν πεισματικὰ ὑποδουλωθεῖ στὴν ἁμαρτία, ὁπότε αὐτὸς μοιάζει μὲ τὸ ξερὸ κλαδί, ποὺ τὸ κόβουν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὸ ρίχνουν στὴ φωτιά, γιὰ νὰ καεῖ.
Ἡ κόλαση δέν εἶναι ὁ τόπος ποὺ μᾶς βάζει ἡ θεία ἀγάπη, ἀλλὰ εἶναι ἡ φυσικὴ κατάληξη τοῦ πλάσματος, ποὺ ἀρνήθηκε ἑκούσια τὸ Θεό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου