Είπε ο πατήρ Ιάκωβος: «Η χάρη των Αγίων μας ακόμη και πάνω στα ξύλα των αγίων εικόνων υπάρχει. Είχαμε στην πατρίδα μας, τη Μικρά Ασία, Τούρκο κτηνοτρόφο που όταν άρμεγε τα πρόβατά του σκέπαζε το δοχείο με το γάλα μ’ ένα μεγάλο και βαρύ πελεκημένο ξύλο από κάποια εικόνα της Παναγίας μας.
Τα χρώματα είχαν φύγει από τα χρόνια και την κακομεταχείρηση και φαινόταν σαν απλό ξύλο. Συνέβαινε λοιπόν το εξής θαύμα: Όταν ο Τούρκος το πρωί πήγαινε στο μαντρί του έβρισκε το γάλα χυμένο και το σκεύος, το καρδάρι ανάποδα και την εικόνα όρθια ακουμπισμένη σ’ ένα δέντρο.
Κατ’ αρχάς δε μπορούσε να ερμηνεύσει το γεγονός, επειδή όμως συνεχώς χυνόταν το γάλα είπε θυμωμένος: – Μήπως αυτό το ξύλο μου το χύνει; (Γιατί ήξερε ότι ήταν παλιά εικόνα των Χριστιανών). Άρπαξε το τσεκούρι να σχίσει την εικόνα για να την κάψει. Με την πρώτη όμως τσεκουριά, καθώς καρφώθηκε το τσεκούρι, άρχισε να αιμορραγεί η εικόνα. Το αίμα ανέβλυζε από την πληγή και έτρεχε. Ο Τούρκος φοβήθηκε και τρέμοντας προσπάθησε να βγάλει το τσεκούρι αλλ’ ήταν αδύνατον, γιατί είχε καρφωθεί βαθιά. Έτσι φορτώθηκε το τσεκούρι με την εικόνα στον ώμο του και τρέχοντας έφτασε στο χωριό, όπου οι χωριανοί βλέπον τας το θαύμα που το διαλαλούσε ο Τούρκος τρομαγμένος, πήραν την εικόνα και τίμησαν την Κυρία Θεοτόκο όπως έπρεπε».
«Πριν λίγα χρόνια», έλεγε ο Γέροντας, «ενώ πολύ υπέφερα από ζάλες και ιλίγγους με ειδοποίησαν ότι η εικόνα της Παναγίας Ξενιάς του Αλμυρού ήρθε στη Λίμνη της Εύβοιας. Παρ’ όλο που είμαι άρρωστος, έχω υποχρέωση στην Παναγία, σκέφτηκα, γιατί μου είχε θεραπεύσει τα πόδια μου όταν ήμουνα παιδί, και θα κατέβω να προσκυνήσω από ευγνωμοσύνη. Κατέβηκα στη Λίμνη και αφού προσκύνησα, έγινε η λιτανεία με τη Θαυματουργή εικόνα. Τότε με προέτρεψαν οι άλλοι ιερείς να συμμετάσχω και μάλιστα να προπορευθώ ως Ιερομόναχος.
Εγώ δε θέλω τιμές για το πρόσωπό μου, αλλά τι να κάνω, έκανα υπακοή και άρχισε η λιτανεία. Σε μια στάση που κάναμε για να γίνει δέηση, ήλθε η σειρά μου να ειπώ το «επάκουσον ημών ο Θεός, η ελπίς πάντων των περάτων της γης κ.λ.π.» Τότε βλέπω στην εικόνα ζωντανή την Παναγία μας, η οποία γύρισε το κεφάλι Της και με κοίταξε με τα μεγάλα μάτια Της και σήκωσε το χέρι Της και μ’ ευλόγησε. Εγώ έχασα την φωνή μου, κόπηκαν τα πόδια μου και με δυσκολία επαναλάμβανα συνεχώς «επάκουσον ημών ο Θεός, επάκουσον ημών ο Θεός», όλο το ίδιο. Ο Θεός γνωρίζει πώς τελείωσα τη δέηση και συνέχισα την πομπή. Η Παναγία, παιδί μου, είναι ζωντανή πάνω στην αγία εικόνα της, το είδα με τα μάτια μου».
ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ – Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ π. ΙΑΚΩΒΟΣ
ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ι.Μ ΟΣΙΟΥ ΔΑΥΙΔ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΡΟΒΙΕΣ ΕΥΒΟΙΑΣ 1993- Σελ. 71-72
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου