Παρασκευή 12 Ιουλίου 2019

Συνομιλία Αγίου Γέροντος Πορφύριος με Αγιορείτες πατέρες, οι οποίοι του είχαν φέρει για προσκύνηση τεμάχιον Τιμίου Ξύλου (17 - 4 -1989)

Συνομιλία

Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες ἀκολούθησε δεύτερη συνομιλία τὸν Γέροντος Πορφυρίου μὲ ἕναν τῆς ἴδιας συντροφιᾶς. Στὴ συνομιλία αὐτὴ ἠχογραφήθηκαν, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ποὺ δὲν ἔχουν γενικὸ ἐνδιαφέρον, καὶ τὰ ἑξῆς:
- Γέρ.: Τί νὰ σὲ κάνω κι' ἐγώ; Τὰ βάστηξα, τὰ βάστηξα, νά, τώρα ἦρθε ἡ ὥρα καὶ σᾶς τὸ λέω. Δὲν τὰ λέω μὲ καλὸ τρόπο ἀλλὰ πῶς νὰ τὸ πῶ; Πόσο γλυκὰ νὰ τὰ πῶ;
- Συν.: Εὐχαριστῶ, Γέροντά μου, εὐχαριστῶ.
- Γέρ.: Σοῦ λέω ὅτι... ἐγὼ σᾶς ἀγαπάω ἰδιαιτέρως, οὔτε ἡ ἀγάπη μου ἐμειώθη ἀπὸ ὅλα αὐτά. Μπορεῖ βέβαια νὰ ἔχω παράπονο καὶ νὰ λέω γιατί νὰ βρίσκονται τόσο καλὰ παιδιὰ εἰς τὴν πλάνη καὶ νὰ μὴν εἶναι χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι. Ε!... λυπᾶμαι. Ἀλλὰ προσεύχομαι ὁ Θεὸς νὰ σᾶς δώσει φώτιση νὰ καταλάβετε ὅτι δὲν ἔχει σχέση ἡ θρησκεία μας μὲ ἄλλες θρησκεῖες, ἡ Ὀρθοδοξία.

Τώρα ὅμως ὅλος ὁ κόσμος, διάφορες νοοτροπίες, διάφοροι ἄνθρωποι καὶ μεγάλοι, ποὺ οὔτε κἄν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει Θεός, ἔχουν τὴ γνώμη ὅτι δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχουν πολλὲς θρησκεῖες, διότι διχάζουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς φέρνουνε σὲ ἔχθρα. Καὶ ὅλοι φροντίζουν, μικροί, μεγάλοι καὶ κράτη καὶ ὁλόκληρες αὐτές... νὰ γίνει μία θρησκεία. Καὶ θὰ γίνει μὲ ἕνα τρόπο τέτοιο. Ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι τὸ ἴδιο. Θὰ φτιάξουμε μία νέα θρησκεία Αὐτὸ τὸ κάνουνε οἱ... κάτι ποὺ λέγονται Σιωνισταί. Δὲν ξέρω ἂν ἔχεις ἀκούσει, ε;
- Συν.: Δὲν ἔχω ἀκούσει.
- Γέρ.: Ναί. Καὶ ἐργάζονται πολὺ γι' αὐτὸ τὸ πράγμα. Οἱ ἄνθρωποι ν' ἀφήσουνε (τὶς παληὲς θρησκεῖες)... νὰ βγάλουν μία νέα θρησκεία καλή. Καὶ ν' ἀφήσουμε ὅτι ὑπάρχει κόλασις, ὅτι ὑπάρχει σατανᾶς καὶ κάτι τέτοια. Ἐνῶ ἡ ὀρθοδοξία τὸ σατανᾶ τὸν ἔχει βάλει ὡς δόγμα. Δὲν τὰ ξέρετε, ρὲ μαῦρε; Μέσ' στὸ εὐαγγέλιο εἶναι γραμμένα. Ἅμα ἀρνηθεῖς τὸ σατανᾶ, θὰ πεῖ ὅτι δὲν εἶσαι ὀρθόδοξος. Ἐσὺ πιστεύεις ὅτι ὑπάρχει σατανᾶς;
- Συν.: Ἐγὼ πιστεύω ὅτι ὑπάρχει Σατανᾶς, τὴ λέξη τὴν πιστεύω ὅτι τὴν ἔβαλε ἡ ἐκκλησία, καὶ εἶναι τὸ ἀρνητικό, τὸ κακὸ ποὺ λέμε...
- Γέρ.: Ναί, τὸ κακό. Ὑπάρχει ὅμως πνεῦμα κακὸ ὄντως
- Συν.: Ναί, ναί. Ὑπάρχουνε πνεύματα κακά.
- Γέρ.: Ὅπως καὶ ἄγγελοι καὶ ἅγιοι, ὑπάρχουνε καὶ σατανάδες.
- Συν.: Βεβαίως. Ἐμεῖς τί λέμε, Γέροντα;
- Γέρ.: Ναί, ἄλλα ἐγὼ ἐνθυμοῦμαι ποὺ ἔλεγε ἡ δεσποινίς: Πῶ, πῶ, πῶ! Ὄχι ἐγὼ τὸν σατανᾶ δὲν τὸν θέλω, δὲν τὸν πιστεύω. Δέ...
- Συν.: Ἡ λέξη σατανᾶς, Γέροντά μου, ὑπάρχει διαφορά.
- Γέρ.: Μωρέ, αὐτὰ εἶναι ποὺ μᾶς χαλᾶνε.
- Συν: Τὸ πνεῦμα τὸ κακὸ ἂς ποῦμε.
- Γέρ.: Μμ... τὸ πνεῦμα τὸ κακὸ λέω κι ἐγώ. Ὁ Σατανᾶς τὸ πνεῦμα τὸ κακὸ εἶναι. Ἤ κακὸ πνεῦμα πεῖς ἤ σατανᾶ πεῖς εἶναι τὸ ἴδιο.
- Συν.: Α!, ἐντάξει, Γέροντά μου. Ἐσεῖς μοῦ τὸ ἐξηγεῖτε.


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Ἀνοίγεις τὰ χέρια σου στὸ Χριστὸ 

(Ἕνας τρόπος πνευματικῆς ζωῆς)

Συντομογραφίες:
Γ.Π.: Γέροντας Πορφύριος
Ε. : Ἐπισκέπτης 
Υ. : Ὑποτακτικὸς


- Γ.Π.: Ἡ ζωὴ ἡ πνευματικὴ διέπεται ἀπὸ τρόπους. Καλὰ τὰ λέω; Ε, τάδε;

- Υ.: Ὄχι ἀκριβῶς, ἀλλὰ θέλει τρόπους.

- Γ.Π.: Δηλαδὴ χρειάζονται τρόποι. Δηλαδὴ νά! Σοῦ ἔρχεται αὐτό, ἂς ποῦμε (δήλ. ἕνας πειρασμός), τί πρέπει νὰ κάνεις; Θὰ καθίσεις νὰ σὲ βουτήξει, νὰ σὲ σφίξει;
Χρειάζεται ἕνας τρόπος. Ἀλλὰ αὐτὸν τὸν τρόπο δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἔχω καὶ ἐγὼ καὶ ἐσὺ κι' ὁ ἄλλος, κι' ὁ ἄλλος. Εἶναι πάρα πολλοὶ τρόποι καὶ κάθε ἕνας εὐχαριστεῖται ἤ κατορθώνει νὰ κάνει ἕνα τρόπο, γιὰ νὰ διώχνει τὸ ἀντίθετο, τὰς ἐνοχλήσεις τοῦ ἀντιθέτου πνεύματος.
Μέσα σὲ ὅλους τους τρόπους εἶναι καὶ ἕνας τρόπος ποὺ λέγεται περιφρόνησις. Δηλαδὴ βλέπεις ὅτι ἔρχεται κάποιος, δηλαδὴ ὁ ἐχθρός, ὁ ἀντίθετος, τὸ ἀντίθετο πνεῦμα, ἔρχεται νὰ σὲ βουτήξει κι ἐσὺ κάνεις ἔτσι... Δὲν τὸ κοιτάζεις, δὲν τρομοκρατεῖσαι, δὲν σφίγγεσαι, δὲν κάνεις ἔτσι νὰ τὸ βγάνεις ἀπὸ μέσα σου, ἀλλὰ κάνεις... ἀνοίγεις. Κάνεις ἔτσι... δηλαδή, πῶς νὰ ποῦμε; ἐνῶ ἔρχεται τὸ ἀντίθετο, ἐσὺ ἀνοίγεις τὰς ἀγκάλας σου, ἀνοίγεις τὰ χέρια σου στὸ Χριστό. Ἐ! πώς, ἂς ποῦμε, τὸ παιδάκι, ποὺ βλέπει κάποιο θηρίο, κάποιο σκύλο, κάποιο ἄγριο νὰ ἔρχεται: οὐὰ μπαμπά! καὶ τρέχει καὶ ἀγκαλιάζει τὸ μπαμπά του, καὶ ὅταν τὸν πλησιάζει δὲν φοβεῖται. Ἐ! λοιπὸν αὐτὸ εἶναι ἕνας τρόπος. Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ τρόπος ποὺ φαίνεται τόσο εὔκολος (θέλει προσοχή). Δηλαδὴ αἰσθάνεσαι ὅτι ἔρχεται νὰ σὲ καταλάβει, ε, λὲς τί πρέπει νὰ γίνει; Μοῦ εἶπε ὁ γέροντας νὰ τὸν περιφρονῶ τὸν λογισμὸ αὐτόν. Ε.... πᾶς νὰ τὸν περιφρονήσεις. Ὅταν τὸ καταλάβει ἐκεῖνος, ἀμέσως σὲ βουτάει, σὲ σφίγγει, σὲ καθηλώνει καί... κάνεις ἐκεῖνο ποὺ θέλει αὐτός, ὄχι αὐτὸ ποὺ θέλεις ἐσύ... Μὲ καταλάβατε; Τότε; «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος». Τί πρέπει νὰ κάνω; Τὸ μυστικὸ εἶναι πὼς μποροῦμε, (νὰ εἴμαστε ὅμως, πρέπει νὰ εἴμαστε κι ἄξιοι), πὼς μποροῦμε, μὲ τὴ θεία χάρη, νὰ κάνουμε αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα, ὁπότε καὶ «ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὑρέθη ὁ τόπος αὐτοῦ». Μωρὲ αὐτό, τάδε, ἅμα τ' ἀκούσεις καμμιὰ φορὰ νὰ τὸ ἰδοῦμε ποῦ εἶναι, νὰ δοῦμε καὶ τὴν ἐξήγησή του. Ά, δὲν μπορεῖς νὰ τὸ βρεῖς;

- Υ.: Μπορῶ.

- Γ.Π: Ἄντε βρὲς το.

(Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ κρατῶν τὸ μαγνητόφωνο ἀπομακρύνεται γιὰ νὰ βρεῖ τὸ χωρίο ποὺ ζήτησε ὁ Γέροντας καὶ ἡ ἠχογράφησις διακόπτεται. Ὅταν ἐπανῆλθε ὁ Γέροντας μιλοῦσε γιὰ τὴν μοναχικὴ ἄσκηση. Ἔλεγε:)

- Γ.Π: Γιὰ νὰ σταθεῖς ἐδῶ, πρέπει νὰ ὑπάρχει ἀγρυπνία, σωματικὴ ἐργασία. Τὸ ξέρετε; Αὐτὸ (δὲν κατορθώνεται ὅταν) δὲν ὑπάρχει πολλὴ ἐργασία. Αὐτὰ δὲν ἔχει... (δὲν πετυχαίνονται χωρὶς ἐνθουσιασμό). Ὁπότε ἅμα γύρεις λίγο πρὸς τὰ πίσω, κατὰ πίσω, γκούπ, κοιμᾶσαι κιόλας, πάν' καὶ τὰ ψαλτήρια, πάν' καὶ οἱ κανόνες.

- Ε.: Ε, πάει καὶ ἡ λειτουργία

- Γ.Π: Πάει κι ἡ λειτουργία. Καὶ εἶναι μία μεγάλη παγίδα τοῦ σατανᾶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ λατρεύουν τὸ Θεό. Τοὺς φέρνει σὲ μία τέτοια κατάσταση καὶ τὰ χάνουν ὅλα καὶ τὸ λένε: «δὲν μπορῶ στὴν ἐκκλησία, ἀποκοιμῶμαι, δὲν μπορῶ». Εἶναι ἕνα εἶδος χαυνότητος, ποὺ ὁ ἄνθρωπος πράγματι τὰ χάνει. Ἀλλὰ εἶναι πειρασμικὴ ἐνέργεια, παιδιά. Μεγάλη πειρασμικὴ ἐνέργεια! Λοιπόν...
Καὶ ὁ λογισμὸς ὁ ἀντίθετος, ὅταν δεῖς τὸ ἀντίθετο πνεῦμα νὰ ἔρχεται νὰ σὲ ἐμποδίσει ἀπὸ τὴν πνευματικὴ αὐτὴ ἐργασία, ποὺ κάνεις, ε... πρέπει νὰ στρέψεις, ὅπως εἴπαμε, ἔτσι...

- Ε.: Ἄνοιγμα

- Γ.Π: Ε! Ν' ἀνοίξεις, ν' ἀνοίξεις.
Αὐτὸ εἶναι ποὺ λέμε ἡ φόρμα. Ἂν δὲν κατορθώσεις, ἂν δὲν κατορθώσεις ἀμέσως νὰ γίνει αὐτὸ τὸ πράγμα... σὲ βούτηξε. Καὶ ἐφόσον θὰ προσπαθεῖς νὰ τὸ διώξεις, αὐτὸ θὰ σ' ἔχει συλλάβει ἔτσι... καὶ θὰ σ' ἔχει ἐκεῖ. Ἐδῶ θὰ πᾶς. Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! Τὸ' χετε ἀκούσει αὐτό, ἐ; Βοηθῆστε με ὅμως. Τὸ ηὗρες, τάδε;

- Υ.: Μάλιστα «Εἶδον αὐτὸν ὑπερυψούμενον ὑπὲρ τὰς κέδρους τοῦ λιβάνου»

- Γ.Π.: Τί εἶναι αὐτὸ πάλαι...;

- Υ.: Γέροντα, ἐδῶ λέει : «Καὶ ἔτι ὀλίγον κι οὐ μὴ ὑπάρξει ὁ ἁμαρτωλός. Καὶ ζητήσεις τὸν τόπον αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ εὕρεις». Αὐτὸ ἐννοεῖτε;

- Γ.Π.: Δέν... δέν... καὶ ἐζήτησε αὐτὸν καὶ οὒχ εὑρέθη ὁ τόπος αὐτοῦ. Τὰ μπερδεύω κιόλας. Μοῦ ἦρθε αὐτό, τὸ εἶπα. Ἐν πάσῃ περιπτώσει καὶ αὐτὸ πάει λίγο. Ἐνῶ ἔχω διάφορα. Πῶς τὸ λέει... γιὰ πέστο...

- Υ.: Καὶ ἔτι ὀλίγον καὶ οὐ μὴ ὑπάρξει ὁ ἁμαρτωλός. Καὶ ζητήσεις τὸν τόπον αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ εὕρεις. Δὲν θἄναι αὐτό.

- Γ.Π.: Αὐτό. Δὲν πάει αὐτό;

- Ε.: Μπορεῖ... κι αὐτό;

- Γ.Π.: Ναὶ ἀλλὰ ἐγὼ τὸ ἤξερα ἔτσι πιὸ ζωηρά.

- Υ.: Εἶναι σὲ ἄλλο μέρος αὐτό;

- Γ.Π.: Ε, βρὲς το. Καὶ ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὒχ εὑρέθη ὁ τόπος αὐτοῦ. (Ψάλμ. 36,36)

- Υ.: Ὑπερυψώθη ὑπὲρ τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου, λέει αὐτό.

- Γ.Π.: Καὶ ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ, βρὲ παιδιά μου. Καὶ ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὑρέθη ὁ τόπος. Ἐν πάσῃ περιπτώσει εἶναι ἕνα μυστικό. Δηλαδὴ αἰσθάνεσαι ὅτι θὰ ἔρθει αὐτὸ καὶ κάνεις ἔτσι... ἀμέσως. Πρέπει νὰ προλάβεις νὰ κάνεις ἔτσι. Νά! Νὰ σᾶς πῶ ἕνα δικό μου. Μιά μέρα, (ἔχω ἐδῶ ἔνανε ὁ ὁποῖος δὲν μοῦ κάνει ὑπακοὴ καθόλου) λοιπὸν καὶ μιά μέρα τοῦ λέω: Ἄκουσε, παιδί μου, νὰ κάνεις αὐτό. Λέει: Ὄχι, δὲν μπορῶ νὰ τὸ κάνω αὐτό. Τοῦ λέω: Σὲ παρακαλῶ, κάντο πρὸς χάριν μου. (Ἤτανε κάποια ἀνάγκη νὰ μοῦ κάνει, καταλάβατε;) Καὶ ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ τοῦ ἔλεγα, αὐτός, μοῦ λέει: Αὐτὸ δὲν τὸ ἐπιτρέπει ἡ ἐπιστήμη, δὲν εἶναι ἔτσι ποὺ τὸ λέεις, δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ τὸ κάνω. Ἡ ἐπιστήμη τὸ λέει ἔτσι. Τοῦ λέω: ρὲ παιδί μου, τὴν ἐπιστήμη θὰ κοιτάξουμε τώρα; Κάνε μιά ὑπακοὴ σὲ μένα. «-Ὄχι, δὲν μπορῶ.» Ἐκείνη τὴ στιγμὴ λοιπὸν πάει ἐνικήθηκα καὶ μοῦ ἦρθε ν' ἀγανακτήσω. Ἀλλὰ ἐκεῖ, ἐκεῖ ποὺ πῆγε νὰ μὲ κάνει ἔτσι γιὰ νὰ ἀγανακτήσω, ἔκανα ἔτσι: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με καὶ δὸς φώτιση στὸν ἄνθρωπό σου, στὴν ψυχὴ ποὺ τὴν κατέχει ὁ πειρασμός. Ἄρχισα νὰ προσεύχομαι καὶ νὰ συγκινοῦμαι! Δηλαδὴ τὸ μυστικὸ εἶναι... ἐκεῖ ποὺ ἦταν νὰ ξεσπάσει ἔτσι, τὸ πρόλαβα καὶ δὲν ὀργίστηκα. Εἶναι δική μου αὐτή, ἡ... αὐτὴ θέλω νὰ πῶ, ἡ πεῖρα. Πῶς νὰ τὸ πῶ... κακὸ εἶναι ποὺ τὸ λέω;

- Ε.: Ὁ τρόπος.

- Γ.Π.: Ὁ τρόπος. Κακὸ εἶναι ποὺ τὸ λέω; τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λέει. Δὲν εἶναι σωστά. Σωστὰ εἶναι, γιὰ δὲν εἶναι σωστά; Μπορεῖ νὰ τὸ πεῖ κανεὶς ὅτι πῆγα νὰ πάθω αὐτὸ καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου τὸ γλύτωσα καὶ τόκανα ἔτσι; Τὸ μετέτρεψα μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ; Εἶναι ἁμαρτία;

- Υ.: Ἐφόσον εἶναι πρὸς διδασκαλίαν, Γέροντα, καὶ πρὸς σωτηρίαν γιατί νὰ εἶναι ἁμαρτία; Ἐκ τῆς πείρας δὲν ὠμιλοῦν οἱ πατέρες;

- Γ.Π.: Ἐγὼ νὰ σᾶς πῶ, ἀσχολούμενος μὲ τὴν ὑπακοὴ ἔχω στερηθεῖ ἀπὸ διαβάσματα. Μόνο μέσ' στὴν Ἐκκλησία. Ἐκεῖνα. Δὲν ἔχω διαβάσει. Τοὺς συναξαριστὰς τοῦ Δουκάκη μοῦ εἴχανε πάρει καὶ διάβαζα ἐκεῖ οἱ Γέροντές μου. Ἀλλὰ θέλω νὰ σᾶς πῶ ὅτι, ε, δὲν ἤξερα πατέρες, ὅτι ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος ἔχει τόσα συγγράμματα, ὁ Ἅγιος Βασίλειος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μὲ ἀκοῦτε;

- Ε.: Μάλιστα

- Γ.Π.: Καὶ τώρα ἔμαθα ὅτι ἔχουν βγεῖ τὰ συγγράμματα κι ὅτι ὑπάρχουν. Τότε ποῦ; στὰ ἀσκητήρια τῶν Καυσοκαλυβίων τί εἴχαμε; Εἴχαμε αὐτὰ τά... τοὺς βίους τῶν Ἁγίων, τοὺς Συναξαριστὰς τοῦ Δουκάκη, κάτι, ε, τέτοια πράγματα, ἑρμηνεῖες ἂς ποῦμε.
Καὶ ἰδίως ἐκεῖ εἴχαμε τὸν Εὐεργετινό, τὸ Λαυσαϊκό, τὰ Γεροντικὰ καὶ κάτι τέτοια. Λοιπὸν καὶ τώρα νὰ μὴ μοῦ φύγει αὐτὸ ποὺ θέλω νὰ πῶ. Μοῦ 'φυγε.

- Υ.: Εἴπατε ὅτι τώρα μάθατε ὅτι οἱ πατέρες ἐξεδόθησαν.

- Γ.Π.: Α! ναί. Λοιπὸν καὶ τώρα ἐγὼ εἶμαι καὶ τυφλός. Καὶ οὔτε καὶ μπορῶ νὰ διαβάσω. Λοιπὸν καὶ ἀπὸ τὴ λαχτάρα ποὺ εἶχα, παράγγειλα ἔτσι κι ἕνας καλὸς χριστιανὸς μᾶλλον ἐκεῖ μοῦ ἔφερε τοὺς πατέρας. Κι' ἔφτιαξα μιά βιβλιοθήκη καὶ τοὺς βάλαμε ἐκεῖ πέρα. Τὰ συγγράμματα τῶν πατέρων, Χρυσοστόμου, Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου, Γρηγορίου, ξεύρω κι' ἐγώ, ἐκεῖ εἶναι. Πόσα εἶναι, ρὲ τάδε...

- Υ.: Καμμιὰ ἑκατοστὴ τόμοι ποὺ ἔχουν ἐκδοθεῖ τώρα.

- Γ.Π.: Ε, λοιπὸν ἀκοῦτε. Καὶ τὰ ἔβαλα ἐκεῖ καὶ χαίρομαι ἔτσι νὰ λέω ὅτι ἔχω ἐδῶ τοὺς πατέρας καὶ ἱκανοποιοῦμαι ψυχικὰ χωρὶς νὰ ξέρω τί λένε. Κεκρυμμένοι θησαυροί. Ἀλλά, ε, ἔβαλα ὅμως καὶ νὰ μοῦ διαβάσουνε, καὶ παίρνει ἕνα βιβλίο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τώρα τὰ Χριστούγεννα, τῶν Θεοφανείων, λοιπόν, καὶ μοῦ διαβάσανε (δὲν ἀντέχω καὶ πολὺ στὸ διάβασμα ν' ἀκούω, τὸ μυαλό μου κουράζεται, διότι δὲν στέλνει ἡ καρδιά μου αἷμα ἐπάνω νά... πάρει δύναμη τὸ μυαλό. Πῶς νὰ σᾶς τὸ πῶ: ὀξυγόνο, πῶς τὸ λένε). Καὶ θέλω νὰ σᾶς πῶ, παιδιά, ἕνα πολὺ σπουδαῖο. Τοὺς ἔβαλα καὶ μοῦ διαβάσανε κι ἐκεῖ σὲ ἕνα σημεῖο ἔλεγε ὅτι... «Θὰ μὲ ἀκούσετε», ἔλεγε μέσα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «θὰ μὲ ἀκούσετε, ἀδελφοί μου, ἐγὼ σᾶς μιλάω μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ αὐτὴ τὴ στιγμή. Τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μὲ φωτίζει καὶ θὰ σᾶς πῶ αὐτὰ ποὺ θὰ σᾶς πῶ τώρα». Λοιπὸν κι ὅταν τὸ ἄκουσα: Πῶ, πῶ! λέω, πῶς τὰ λέει! Μὲ τί ἐγωισμό! Καὶ ὅταν λοιπὸν ἄνοιξα λίγο ἔτσι καὶ συνέχισα καὶ παρακάτω εἶπε κάτι ἄλλο, τότε αἰσθάνθηκα τί μεγάλη ταπείνωση ποὺ εἶχε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, πολὺ μεγάλη ταπείνωση! Διαβάστε, παιδιά, πάρτε τὸ βιβλίο του κι ἰδέστε ποὺ λέει αὐτὸ τὸ πράγμα καὶ θὰ ἰδεῖτε τί ταπείνωση ποὺ ἔχει αὐτός. Καὶ ὅμως στὴν ἔκφρασή του παρουσιάζεται μὲ ἕνα ἐγωισμὸ τάχα, ποὺ δὲν εἶναι καθόλου ἐγωισμός. Εἶναι μία ἁπλότητα καὶ μία μεγάλη ταπείνωση κι ἁγιωσύνη ποὺ ἔχει καὶ τὰ λέει μὲ τόσο, ἔτσι, ἁπλὸ τρόπο. Καὶ μοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση αὐτὸ τὸ πράγμα. Τάδε, τόχεις διαβάσει;

- Υ.: Ὄχι, Γέροντα

- Γ.Π.: Βέβαια, στὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο. Τώρα τὶς καλὲς μέρες ἤτανε ἤ στὰ Θεοφάνεια ἤ στὸ Πάσχα, δὲν θυμᾶμαι. Τόχετε ἀκούσει;

- Ε.: Ὄχι.

- Γ.Π.: Ναὶ ἀλλὰ κεῖνο τὸ μυστήριο, κεῖνο μοῦ 'κανε ἐντύπωση. Τώρα ποὺ τὰ λέμε ἐδῶ τὸ θυμήθηκα. Αὐτὰ ποὺ ἀνοίξαμε, ναί, θέλουνε πολλὴ συζήτηση. Ἄλλη φορὰ. Θὰ ἔρθω ἐπάνω. Τώρα τὸ καλοκαίρι εἶναι καλά, ἀλλὰ τὸ χειμώνα ἐκεῖ πέρα πρέπει νὰ ἔχω σόμπα.

- Ε.: Ὅ,τι θέλετε, Γέροντα.

- Γ.Π.: Λοιπὸν ἔτσι χάρηκα πολὺ ποὺ ἤρθατε κι αἰσθάνθηκα ἔτσι τοῦ μοναστηριοῦ σας τὴ χάρη καὶ τὴν ἀγάπη σας καὶ τὰς ταπεινὰς μου εὐχὰς στὸν γέροντα, εὐχαριστῶ πάρα πολὺ καὶ πηγαίνετε, ἔτσι, στὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ διακόνημά σας, νὰ προλάβετε οἱ ἄνθρωποι νὰ προσκυνήσουν, νὰ πάρουν δύναμη ἀπὸ τὸν Τίμιο Σταυρό. Ἡ χάρις τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, ἡ ἀήττητος καὶ ἀκατάλυτος καὶ θεία δύναμις τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ μὴ ἐγκαταλείπης ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς. Καὶ ἅμα κι' αὐτὸ ποὺ σᾶς εἶπα, ἂν θέλετε νὰ τὸ φυλάξετε. Μεγάλη ὑπόθεσις εἶναι. Δηλαδὴ νὰ τρέχετε στὴν ἀκολουθία καὶ ν' ἀκοῦτε τὰ μεγαλεῖα ποὺ εἶναι μέσα στοὺς κανόνας τῶν μεγάλων Ποιητῶν, ποὺ ἔχουν φτιάξει τοὺς κανόνας τῶν Ἁγίων, τῶν μαρτύρων, τῶν ὁσίων, τῶν προφητῶν. Ἀκοῦστε τοὺς κανόνας νὰ δεῖτε τί ὡραῖα πράγματα ποὺ λέγουν. Ποῦ νὰ φτάσει ἡ Κλίμακα κι ὅλα τάλλα πατερικά! Ἐκεῖ μέσα εἶναι θησαυροὶ βάθους καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ. Τὸ παραδέχεσθε;


- Ε.: Ναί, Γέροντα, ναί.

- Γ.Π.: Ε, πάρτε διαβάστε κανόνες, ἔτσι μόνοι σας. Πάρτε ἐκεῖ κανόνες καὶ διαβάστε νὰ δεῖτε τί ὡραῖα πράγματα! Ἐ, νά! Ποῦ ἀλλοῦ, ἐσεῖς, ἡ ψυχή σας, θὰ εὐφρανθεῖ; Μέσα σ' αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Κι ὅταν τὰ διαβάζετε, σιγὰ - σιγὰ θὰ ἔρθει ἡ χάρις κι ὅταν ἔρθει ἡ χάρις, τότε σὰν τὸν ἀπόστολο Παῦλο ποὺ ἔλεγε ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὅταν ἦρθε ἡ χάρις, πᾶνε ὅλα Πρωτύτερα ἤτανε... δὲν μποροῦσε νὰ κάνει τὸ καλό, ἤτανε ἀνίκανη ἡ ψυχή του νὰ κάνει τὸ καλό. Πήγαινε νὰ κάνει τὸ καλὸ κι ὅμως ἔκανε τὸ κακό. Οὐχ ὅ θέλω καλό, τοῦτο ποιῶ. Τὸ θυμόσαστε; Ε, ἄλλα μετὰ ὅμως, ἔτσι ὅπως πήγαινε σιγὰ-σιγὰ ἦρθε ἡ χάρις, δὲν ξέρω, θὰ πῶ μία λέξη: ἐνέσκηψε. Καλὰ τὸ λέω, τάδε;

- Υ.: Καλὰ τὸ λέτε.

- Γ.Π.: Ἐνέσκηψε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μέσα στὶς ψυχὲς των, μέσα στὴν ψυχή του. Τοῦ ἐνέσκηψε ἡ Χάρις, ὁ Χριστός. Καὶ τότε ἄρχισε νὰ φωνάζει μὲ ἐνθουσιασμό: «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός. Ἐμοὶ δὲ τὸ ζεῖν Χριστός». Πάει. Ἐμπῆκε μέσα στὴν ἐπίγεια ἐκκλησία, τὴν ἄκτιστη ἐπίγεια ἐκκλησία πλέον καὶ δὲν ὑπῆρχε γι' αὐτὸν οὔτε θάνατος οὔτε τίποτα. Εἶχε ἐνωθεῖ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τότε ἐφώναζε μὲ μεγάλη χαρὰ γι' αὐτὸ τὸ πράγμα ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Τὸ φώναζε, ὅπου κι ἂν πήγαινε, τὸ φώναζε: «Παιδιά, θὰ σᾶς πῶ. Πρωτύτερα ἐταλάνιζα τὸν ἑαυτό μου, δὲν μποροῦσα, ἤθελα νὰ κάνω τὸ καλὸ κι ὅμως ἔκανα τὸ κακό. Ἤμουν ἀνίκανος νὰ πράξω τὸ καλό, δὲν μποροῦσα. Τώρα ὅμως, παιδιά μου, τὸ ἀντίθετο ἔγινε. Εἶμαι ἀνίκανος, κατέστην ἀνίκανος νὰ κάνω τὸ κακό. Δὲν μπορῶ νὰ τὸ κάνω. Δὲν μπορῶ νὰ κάνω τὸ κακὸ τώρα. Ἀνίκανος. Πρωτύτερα νὰ κάνω τὸ καλό, ἀνίκανος τώρα νὰ κάνω τὸ κακό. Δὲν μπορῶ». Καὶ πῶς μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε; Ἔμ, δὲν πάει. Ἀντεστράφησαν οἱ ὅροι. Νά, τότε ἀνίκανος νὰ κάνει τὸ καλό, τώρα μὲ τὸ Χριστὸ ποὺ ἦρθε μέσα του κι ἔγινε ἔνθεος ἡ ψυχὴ του πλέον, δὲν μποροῦσε. Δὲν εἶναι νὰ τοῦ πεῖς πάρε ἕνα δισεκατομμύριο ἄνθρωπε, ὑπόγραψε ὅτι ἂν εἶναι. Ναί, δὲν πιάνει, δὲν πάει, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνει. Μὲ καταλαβαίνετε; Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ σκεφτεῖ. Δέν, δὲν μπορεῖ. Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ βαστήξει μέσα του αὐτὸ τὸ ἀντίθετο. Μὲ καταλάβατε; Ε, δὲν μποροῦσε. Δηλ. θέλω νὰ ποῦμε, ποὺ λέμε: δύσκολα. Δὲν εἶναι δύσκολα, παιδιά, αὐτὰ ποὺ λέει τὸ εὐαγγέλιο κι αὐτὰ ποὺ θέλει ὁ Χριστός. Εἶναι ὅλα, ὄχι δύσκολα, εὐκολώτατα ὅλα, ὅλα. «Ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστός». Πῶς τὸ λέει ἕνα ἄλλο; Λέει: Καὶ αἱ ἐντολαὶ αὐτοῦ...

- Ε.: «βαρεῖαι οὐκ εἰσίν».

- Γ.Π.: Τί, ἔτσι τὰ λένε αὐτοί; Παραμύθια εἶναι; Ε, ε... δὲν εἶναι βαρειά. Εἶναι ὅλα εὔκολα, κι ὅλα χαρούμενα κι ὅλα... τί, δέν, δὲν εἶδες κεῖ πέρα ποὺ εἶπα ἐκεῖνο «Ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου». Λιώνει ἡ ψυχή μου στὴν ἀγάπη σου Χριστέ μου. Κι ἀκοῦς ἐκεῖ πέρα κάτι λέξεις, ὅτι: Τιτρώσκομαι, τιτρώσκομαι τῆς σῆς ἀγάπης ἐγώ. Δὲν ξέρω ἂν τὰ λέω καὶ καλὰ ὅμως. Γιατί δυστυχῶς δέ, δέ... ἐκεῖ πέρα ἔμαθα καὶ διαβάζω ἐγώ, στὸ Ἅγιο Ὅρος. Δὲν ἤξερα νὰ διαβάσω. Ἤξερα καὶ συλλάβιζα μόνο, ὅταν πῆγα. Εἶχα πάει πολὺ μικρός.

- Ε.: Πόσο χρονῶν, Γέροντα;

- Γ.Π.: Ε, δώδεκα μὲ δεκατρίο χρονοῦ.

- Ε.: Καὶ φύγατε πόσο χρονῶν;

- Γ.Π.: Ε, ἔφυγα ἔπειτα, νά, εἴκοσι χρονοῦ. Ἀρρώστησα κι ἔφυγα ἀπ' ἀλλοιῶς δὲν ἔφευγα. Μάζευα σαλιγκάρια καὶ ἄστα ἀπὸ ἐκεῖ τὴν ἔπαθα. Τί ἤθελα νὰ πῶ... Αὐτὰ ἤτανε, παιδιά μου. Αὐτὸ εἶναι νὰ μὲ ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ ἔρθω νὰ μπῶ ἐκεῖ μέσα, νὰ αἰσθανθῶ ἔτσι αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο. Ὅταν μπαίνετε μέσα ν' ἀνοίγει ἡ ψυχούλα σας ἔτσι στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Δὲν μπορεῖτε ἐκεῖ πέρα.

- Υ.: Γέροντα, μήπως κουραστεῖτε, μιλᾶτε μία ὥρα...

- Γ.Π.: Ναί, θέλω νὰ πῶ ὅτι ἐκεῖ δὲν μπορεῖς, ἅμα μπεῖς μέσα κι ἔχεις ἐπίγνωση κι ἔχεις ἀγάπη Θεοῦ, δὲν μπορεῖς. Ἐκεῖ ἄλλος γίνεσαι. Εἶναι ἔτσι. Σὲ καθηλώνουν ἐκεῖ. Ὁ ἁγιασμὸς σὲ καθηλώνει. Τόσες ψυχὲς ἁγιασμένες ποὺ προσηύχοντο κατὰ καιρούς. Στὸ καλό. Ναί, ἀλλὰ τί θὰ κάνετε ἐκεῖ πάνω στὴ θεία Μεταμόρφωση ἅμα πάτε; Ἀνοῖχτε τὰ χεράκια σας καὶ πέστε: νὰ μὲ συγχωρέσει ὁ Κύριος κι ἐμένα τὸν ταπεινό, ἐκεῖ μέσα ποὺ εἶναι τόσο ἁγιασμένος ὁ τόπος. Καλὰ δὲν τὸ λέω; Εἶναι πολὺ ἁγιασμένο τὸ Μοναστήρι σας. Ὅλα τὰ Μοναστήρια εἶναι ἁγιασμένα, ἀλλὰ δὲν ξέρω, αὐτὸ τὸ αἰσθάνομαι πολύ. Ἔχει... Μία φορὰ παλαιὰ ἤτανε ἄνθρωπος καλὸς ἐκεῖ, ποὺ εἶχε μαζέψει ψυχὲς ἐκλεκτές, οἱ ὁποῖες ἔχουνε πάει κεῖ πάνω τώρα, στὸ κοιμητήρι. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ.

- Ε.: Τὸ ὄνομά του Γέροντα;

- Γ. Π.: Ε, δὲν ξέρω νὰ σοῦ πῶ τώρα. Τί νὰ τὸ μάθετε; Ἔχετε ἀκούσει πὼς ἦτο κάποιος ἐκεῖ;

- Ε.: Γι' αὐτὸ ρωτάω.

- Ε.: Δὲν ἔχουμε ἀκούσει.

- Γ.Π.: Δηλαδὴ ἔτσι, πῶς νὰ ποῦμε, διαπρεπὴς ἄνθρωπος στὴν πνευματικότητα;

- Ε.: Ἡγούμενος;

- Γ.Π.: Ἔμ, ἐκεῖ γέροντας ἦταν, δὲν ξέρω ἐγώ. Ἄντε στὸ καλὸ τώρα.

- Ε.: Λοιπὸν τὴν εὐχή σας, εὐχαριστοῦμε πάρα πολύ.

- Γ.Π.: Δὲν μπορῶ τώρα, συγχωρᾶτε με.

Η ἠχογράφηση έγινε ἀπὸ τοὺς συνομιλητές του ἤ κάποιο παρευρισκόμενο καὶ πολλὲς ἀπ' αὐτὲς μᾶς ἔχουν παραδοθῆ, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Πορφυρίου, ποὺ ὅρισε μὲ τὴν ἰδιόγραφη διαθήκη του τὸ Ἡσυχαστήριο μας ὑπεύθυνο γιὰ κάθε τι ποὺ τὸν ἀφορᾶ, καὶ ἔτσι καὶ γιὰ τὸν ἔλεγχο, τὴν ἐνδεχόμενη ἔκδοση καὶ τὴν σχετικὴ εὐθύνη τῆς κυκλοφορίας ἤ ὄχι αὐτῶν τῶν συνομιλιῶν του, ἀναλόγως μὲ τὸ περιεχόμενό τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου