Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

Ὁμιλία στὴν Ἑορτὴ τῶν Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Πέτρον καὶ Παῦλον, τοὺς λαμπροὺς φωστῆρες τοῦ νοητοῦ στερεώματος, τοὺς πρωτοκορυφαίους καὶ πανεύφημους ἀποστόλους τιμᾶ σήμερα κατὰ χρέος καὶ ἐγκωμιάζει μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους τὰ πάνσεπτα πρόσωπά τους ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία.
Κι αὐτό, γιατί, ἱδρυμένη μὲ τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν κόσμο, ποὺ χορήγησε ἄπλετο τὸν θεῖο φωτισμὸ στοὺς ἁγίους ἀποστόλους, θεμελιώθηκε ἀκριβῶς στὴ θεόπνευστη διδασκαλία τους.
Στὴ διδασκαλία καὶ τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα, τόσο τῶν πρωτοκορυφαίων, ὅσο καὶ τῶν λοιπῶν ἀποστόλων, τῶν πτωχῶν ἐκείνων καὶ ἀσήμων κατὰ κόσμον ψαράδων καὶ ἁπλῶν καὶ ἀμορφώτων ἀνθρώπων, ποὺ ἀπεστάλησαν ἀπὸ τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ Ἀναστάντα διδάσκαλό τους μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἑβδομήκοντα ἀποστόλους στὰ τετραπέρατα τῆς οἰκουμένης, γιὰ νὰ ὁδηγήσουν τοὺς βυθισμένους στὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ τῆς ἁμαρτίας ἀνθρώπους στὸ φῶς τῆς θεογνωσίας καὶ ἐπιγνώσεως τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἂς ἀναλογισθοῦμε, παρακαλῶ, τοὺς ὑπὲρ ἄνθρωπον ἀγῶνες καὶ θυσίες καὶ κόπους καὶ πληγὲς καὶ φυλακὲς καὶ θλίψεις καὶ τὸν βίαιο, τέλος, θάνατο τῶν ἁγίων τούτων ἀνδρῶν, χάριν τῆς ὑπακοῆς στὸ πρόσταγμα τοῦ Κυρίου, χάριν τῆς σωτηρίας ἡμῶν τῶν ἐθνικῶν!

Γιὰ τοῦτο καὶ ἡ Ἐκκλησία μας ἀπὸ ἀρχαιότατους χρόνους, τιμώντας χρεωστικὰ τὸ μέγιστο αὐτὸ ἔργο τῶν ἁγίων ἀποστόλων πρὸς εὐαγγελισμὸ τῆς οἰκουμένης, καθιέρωσε σχετικὴ περίοδο νηστείας πρὸς τιμή τους, καθὼς καὶ τὴ μὲν σημερινὴ ἡμέρα, τὴν 29η τοῦ Ἰουνίου, ὡς ἡμέρα μνήμης τῶν κορυφαίων τῆς ἀποστολικῆς δωδεκάδος, τῶν ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, τὴ δὲ αὐριανή, 30ὴ τοῦ Ἰουνίου, ὡς ἡμέρα μνήμης καὶ συνάξεως κυρίως τῶν δώδεκα ἀποστόλων, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ τῶν ἑβδομήκοντα καὶ τῶν ἄλλων μαθητῶν καὶ μαθητριῶν τῶν ἀποστόλων, ὅπως μαρτυροῦν τὰ ἀρχαῖα συναξάρια. «Διότι, κι ἂν δὲν τελειώθηκαν ὅλοι αὐτοὶ κατὰ τὴν ἴδια ἡμέρα, ἀλλ᾽ ὁ καθένας τους σὲ διαφορετικὸ χρόνο καὶ ἡμέρα», ὅπως καταγράφεται στὸ συναξάριο τῆς ἡμέρας, «ἡ Ἐκκλησία, ἀποδίδοντάς τους ὑπερβάλλουσα τιμή, τελεῖ τὴ μνήμη ὅλων αὐτῶν ἀπὸ κοινοῦ.»

Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπὸν ξεχώρισε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὰ πρόσωπα τῶν δύο ἀποστόλων, Πέτρου καὶ Παύλου. Καὶ ὁ μὲν Πέτρος ἀνῆκε πράγματι στὴν ἀρχικὴ δωδεκάδα τοῦ στενότερου κύκλου τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου· λόγῳ δὲ τῆς ἡλικίας του, καθὼς καὶ τοῦ θερμοῦ καὶ δυναμικοῦ του χαρακτήρα, ἀλλὰ καὶ τῆς ἰδιαίτερης ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ πρὸς αὐτόν, εἶχε τὰ πρωτεῖα τοῦ ἱεροῦ ἐκείνου συλλόγου. Τὸ τιμητικό του αὐτὸ πρωτεῖο διαφαίνεται καὶ στὰ Εὐαγγέλια, ἀλλὰ καὶ στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ὅπου σὲ πολλὲς συνάξεις τῆς πρωτοχριστιανικῆς ἀδελφότητας τῶν Ἱεροσολύμων εἶχε πράγματι μία πρωτοβουλία, ὁ λόγος του ἐνεῖχε ἰδιαίτερο κῦρος καὶ ἦταν ἀδιαμφισβήτητα μία ἡγεμονικὴ μορφή. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅμως δὲν ἀνῆκε στοὺς δώδεκα ἀποστόλους, οὔτε στοὺς ἑβδομήκοντα, οὔτε καὶ εἶχε γνωρίσει σωματικὰ τὸν Δεσπότη Χριστὸ κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς παρουσία Του. Στὸν Χριστὸ πίστευσε μετὰ τὸ πάθος καὶ τὴν ἀνάστασή Του, κατόπιν ἐκείνης τῆς φοβερῆς καὶ ἀναπάντεχης ὀπτασίας κι ἐνῶ πορευόταν στὴ Δαμασκό, κατὰ τὴν ὁποία εἶδε τὸν Κύριον Ἰησοῦν νὰ τὸν προσκαλεῖ στὴν πίστη Του. Αὐτὸ ὅμως, ποὺ τὸν κατέστησε ἀδιαμφισβήτητα κορυφαῖο μεταξὺ τῶν ἀποστόλων, ἐφάμιλλο τοῦ Πέτρου, ἦταν οἱ ὑπερβάλλοντες ἀποστολικοί του κόποι, καθὼς καὶ τὸ ὕψος καὶ ἡ ἔκταση τῆς θεόπνευστης διδασκαλίας καὶ συγγραφικῆς του δραστηριότητας. «Τί μεῖζον Πέτρου; ἢ τί ἴσον Παύλου», ἐρωτᾶ ἐκπληττόμενος σὲ ἕνα ἐγκωμιαστικό του λόγο πρὸς τοὺς ἰσάγγελους τούτους ἀποστόλους ὁ χρυσὸς ρήτορας τῆς οἰκουμένης, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος;

Ἡ οὐράνια διδασκαλία καὶ τὰ θεάρεστα ἔργα τῶν «καλλικελάδων αὐτῶν χελιδόνων τοῦ Πνεύματος» εἶναι ἀσφαλῶς ἀφθονώτατα καί, «ἐπιλήψει με ὁ χρόνος διηγούμενον» αὐτά. Θὰ ἤθελα νὰ σταθοῦμε γιὰ λίγο σὲ ἕνα κοινὸ σημεῖο τῆς ζωῆς τῶν δύο τούτων χριστοφόρων ἀνδρῶν: Σ᾽ αὐτὸ τῆς ἀπὸ βάθους ψυχῆς μετανοίας τους, τὴν ὁποία ἐπεσφράγισαν τὰ ἔργα τους ποὺ ἀκολούθησαν.

Ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὸν Πέτρο, τὴν «πέτραν τῆς πίστεως», κατὰ τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ Κυρίου. Αὐτὸς ὁ ἔνθερμος μαθητής, ὁ ὁποῖος φωτίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὁμολόγησε τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἀκούσει τό, «σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτην τὴν πέτραν (δηλ. τῆς ὁμολογίας σου) θὰ θεμελιώσω τὴν Ἐκκλησία μου», γιὰ τὴν ἀπροσεξία καὶ τὴν καύχησή του λίγο πρὶν τὸ Πάθος τοῦ Διδασκάλου του -ὅτι τάχα κι ἂν ὅλοι τὸν ἀρνοῦνταν, αὐτὸς οὐδέποτε θὰ σκανδαλιζόταν καί, ἂν χρειαζόταν, θὰ πέθαινε μαζί του-, ἔπεσε πτῶμα μέγα! Φοβισμένος ἀπὸ τοὺς λόγους κάτι ὑπηρετριῶν καὶ ἀσήμων ἀργοσχόλων στὴν αὐλὴ τοῦ Καϊάφα, πρὶν ἀκόμη λαλήσει ὁ κόκορας δύο φορές, ὅπως τοῦ τὸ εἶχε προειπεῖ ὁ Παντογνώστης Ἰησοῦς, ἀρνήθηκε ἐνώπιόν τους τρεῖς φορὲς τὸν Εὐεργέτη τῶν ἁπάντων, καὶ μάλιστα μὲ ὅρκους, λέγοντας ὅτι «οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον»! Δὲν τὸν γνωρίζω αὐτόν, ποιός εἶναι, οὔτε καὶ ἔχω καμμιὰ σχέση μαζί του! Κι ὅταν ὁ Ἰησοῦς, θλιμμένος καὶ ἐξουθενημένος ἀπὸ τοὺς παρόντες καὶ ἀπὸ ὅλους ἐγκαταλειμμένος, γύρισε καὶ τὸν ἀτένισε στὰ μάτια καὶ στὴν καρδιά, τότε ὁ μεγαλορρήμονας Πέτρος ἦλθε σὲ συναίσθηση τοῦ φρικτοῦ του πτώματος καί, «ἐξελθὼν ἔξω, ἔκλαυσε πικρῶς»!

Ἀλλὰ καὶ ὁ Παῦλος, πόσα κακὰ δὲν ἔπραξε κατὰ τῆς νεοσύστατης τότε Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα κι ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ; Παρίστατο στὸν λιθοβολισμὸ τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, προσέχοντας τὰ ροῦχα αὐτῶν, ποὺ φόνευαν τὸν ἅγιο. Συνευδοκοῦσε καὶ συμψήφιζε στὴ θανάτωση πιστῶν Χριστιανῶν. Καταδίωκε τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ φυλάκιζε καὶ τὰ ἀνάγκαζε νὰ βλασφημήσουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ! Καί, γιατί ὅλ᾽ αὐτά; Γιατὶ νόμιζε ὅτι ἔτσι εὐαρεστεῖ τὸν Θεὸ τῶν πατέρων του!

Ἀλλά, ἦλθε καὶ γιὰ τοὺς δύο ἡ ὥρα τῆς Χάριτος. Ὁ Πέτρος δὲν ἔκλαυσε μόνο μετὰ τὴν ἄρνηση. Ἔκλαιγε καὶ μετά! Καθόλη τὴ μετέπειτα ζωή του! Λέγεται, μάλιστα, ὅτι ὅποτε ἄκουγε κόκορα νὰ λαλεῖ, ἐρχόταν στὸν νοῦ του ἡ ἁμαρτία του ἐκείνη καὶ ἔκλαιγε! Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ εἶχε μετανοήσει μὲ γνησιότητα, ὁ Φιλάνθρωπος καὶ καρδιογνώστης Θεὸς τὸν συγχώρησε καὶ τὸν ἀποκατέστησε στὸ ἀποστολικό του ἀξίωμα, ὅπως ξεκάθαρα μᾶς διηγεῖται τὸ τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου. Γι᾽ αὐτὸ κι ἐκεῖ τὸν ρώτησε ὁ ἀναστὰς Ἰησοῦς τρεῖς φορὲς, «Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με;», ὥστε μὲ τὴν τριττὴ ἐρώτηση καὶ τὴν ἀντίστοιχη τριττὴ θετικὴ ἀπάντηση τοῦ Πέτρου, «ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε», νὰ ἐξαλειφθεῖ τὸ ἁμάρτημα τῆς τριπλῆς του ἀρνήσεως. Ἔτσι τὸ θεολογεῖ προσφυέστατα στὸ ἁρμονικώτατο ἐκεῖνο δοξαστικὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς σημερινῆς ἑορτῆς ὁ μέγας μελῳδὸς καὶ ὑμνογράφος, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Τῷ τριττῷ τῆς ἐρωτήσεως, τῷ Πέτρε φιλεῖς με, τὸ τριττὸν τῆς ἀρνήσεως ὁ Χριστὸς διωρθώσατο». Καὶ στὴ συνέχεια ἄκουσε ἀπὸ τὸν Κύριο τό, «βόσκε τὰ πρόβατά μου», μὲ τὸ ὁποῖο τὸν καθιστοῦσε καὶ πάλιν ποιμένα τῶν λογικῶν του προβάτων. Καὶ ὁ Πέτρος ἀσφαλῶς δὲν ἔμεινε μέχρις ἐδῶ! Τὴν αὐθεντικότητα τῆς μετανοίας του, ὅπως μᾶς ἐξιστορεῖ ὁ κατὰ πλάτος βίος του, ἐπιβεβαίωσαν οἱ μέγιστοι ἱεραποστολικοί του κόποι καὶ οἱ περίοδοι καθόλη τὴν τότε ἀχανὴ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, ἀλλὰ καὶ πέραν αὐτῆς, ποὺ τὸν ὁδήγησαν μέχρι τὴ μεγαλόπολη καὶ πρωτεύουσα Ρώμη, ὅπου καὶ ὑπέστη τὸ διὰ Χριστὸν μαρτύριο ἐπὶ τοῦ ἀσεβεστάτου αὐτοκράτορος Νέρωνος, σταυρωθεὶς ἀντιστρόφως, μὲ τὸ κεφάλι δηλαδὴ πρὸς τὰ κάτω, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Πέτρος ζήτησε! Ἔτσι ἐκπληρώθηκε καὶ ἡ σχετικὴ προφητεία τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ τοῦ προεῖπε μετὰ τὴν ἀνάστασή του: «Ὅταν γεράσεις, θ᾽ ἁπλώσεις τὰ χέρια σου καὶ κάποιος ἄλλος θὰ σὲ ζώσει (δεσμεύσει) καὶ θὰ σὲ πάει ἐκεῖ ποὺ δὲν θέλεις. Κι αὐτὸ τὸ εἶπε (ὁ Ἰησοῦς), φανερώνοντας μὲ ποιό θάνατο θὰ δόξαζε (ὁ Πέτρος) τὸν Θεὸ» (Ἰω. 21, 18-19).

Κι ὁ Παῦλος; Ἀμέσως μετὰ τὴν οὐράνια ἐκείνη κλήση του ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν, ποὺ μέχρι τότε καταδίωκε, παρόμοια μὲ τὸν Πέτρο, μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του θρηνοῦσε γιὰ ὅσα κακὰ εἶχε πράξει ἐν ἀγνοίᾳ του κατὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐλεεινολογοῦσε τὸν ἑαυτό του. Μά, ταυτόχρονα, ἀπεδύθη στὸ τεράστιο ἐκεῖνο ἱεραποστολικὸ ἔργο, ἀπὸ τὴ Συροπαλαιστίνη μέχρι καὶ τὴν Ἰσπανία, ὑφιστάμενος πλεῖστες ὅσες θλίψεις καὶ δοκιμασίες, γιὰ νὰ ὑπομείνει κι αὐτὸς στὸ τέλος τὸν διὰ ξίφους θάνατο στὴ Ρώμη ἀπὸ τὸν Νέρωνα. Ἂς τὸν ἀκούσομε καὶ πάλιν, πῶς τὰ ἐκφράζει ὅλα τοῦτα μὲ κάθε ταπείνωση καὶ συναίσθηση, πρὸς δόξαν Θεοῦ: «Τελευταῖο ἀπ᾽ ὅλους, σὰν σὲ ἔκτρωμα, ἐμφανίστηκε καὶ σ᾽ ἐμένα (ὁ Χριστός). Γιατὶ ἐγὼ πραγματικὰ εἶμαι ὁ τελευταῖος ἀνάμεσα σὲ ὅλους τοὺς ἀποστόλους· ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος οὔτε νὰ ὀνομάζομαι ἀπόστολος, γιατὶ καταδίωξα τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴ χάρη ὅμως τοῦ Θεοῦ ἔγινα αὐτὸ ποὺ ἔγινα· κι αὐτὴ ἡ χάρη πρὸς ἐμένα δὲν ὑπῆρξε ἄκαρπη, ἀλλὰ κοπίασα (στὸ ἀποστολικὸ ἔργο) περισσότερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀποστόλους, ὄχι βέβαια ἐγώ, ἀλλὰ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ συνοδεύει» (Α´ Κορ. 15, 8-10).

Ὤ, μακαρία δυάδα, παμφίλτατε Πέτρε καὶ παμμακάριστε Παῦλε! Πῶς νὰ σᾶς ἐγκωμιάσουμε ἐπάξια; Καί, ποιά εὐχαριστία πρέπουσα γιὰ τοὺς μυρίους καμάτους σας γιὰ τὴ σωτηρία μας νὰ σᾶς ἀνταποδώσουμε; Ἀλλά, παρακαλοῦμε, πρεσβεύσατε στὸν Ἐλεήμονα Κύριο, πρὸς τὸν ὁποῖο ἔχετε μεγάλη παρρησία, νὰ μᾶς ἐλεήσει καὶ συγχωρήσει, τοὺς ἀναξίους τῆς κλήσεως καὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ! Νὰ μᾶς δώσει κάτι ἀπὸ τὴ μετάνοιά σας καὶ τὰ θεόδεκτα ἔργα τῆς μετανοίας σας. Νὰ εἰρηνεύσει τὴ ζωή μας, τὸν τόπο μας καὶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει τῆς ἀνέκφραστης ἐκείνης τρυφῆς τοῦ Παραδείσου, ὅπου ἐσεῖς χοροβατεῖτε μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀπ᾽ αἰῶνος ἁγίους, μὲ τὴ Χάρη καὶ φιλάνθρωπία Του. Ἀμήν!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου