Σάββατο 18 Μαΐου 2019

Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι μία Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὴ διετήρησεν ἀκριβῆ καὶ αὐθεντικὴν τὴν διδασκαλίαν τοῦ Χριστοῦ

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἅγιον Ὅρος - Οἰκουμενισμὸς καὶ κόσμος», τοῦ Μοναχοῦ Λουκᾶ Φιλοθεΐτη.

Τὸ «πιστεὺω» ἀνήκει εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι 

καὶ βιωματικῶς τὸ ἐκφράζουν

Εἰς τὴν ζυγαριὰν τῆς Ὀρθοδοξίας τὰ πράγματα ἰσορροποῦν μὲ εἰλικρίνειαν καὶ ἁπλότητα: Ὅσον φιλοτιμεῖται ὁ χριστιανὸς – ὁ μοναχὸς – ὁ ἱερωμένος εἰς τὴν τήρησιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, τόσον ὑγιὴς καὶ εὐαίσθητος εἶναι καὶ εἰς τὰ δόγματα τῆς εὐσεβείας.
Κατὰ τὸν Ἱερὸν Χρυσόστομον· - Οὐδὲν ὄφελος βίου καθαροῦ, ὅταν τὰ δόγματα εἶναι διεφθαρμένα. Ὅπως καὶ ἐκ τοῦ ἐναντίου· οὐδὲν ὄφελος δογμάτων ὑγιῶν, ὅταν ὁ βίος εἶναι διεφθαρμένος.
Βίος διεφθαρμένος πονηρὰ γεννᾶ δόγματα.
Μέγας ὁ βίος ἀγαπητοί… δηλοποιῶν σαφῶς διὰ τῶν ἔργων τοὺς πιστεύοντας ἢ ἀπιστοῦντας.
Ὁ βίος ἀνεβάζει - κατεβάζει τὸν ἄνθρωπον· ἀπ΄ ἔξω - ἀπὸ μέσα.
Ἕνεκεν τούτου ὅσοι ἀφήνουν τὸν ἑαυτὸν τους ράθυμα εἰς ἠθικοδογματικὸν χαλασμόν, αὐτοὶ δὲν εἶναι εἰς θέσιν νὰ οἰκοδομήσουν ἄλλους.
Ὅσοι διερωτῶνται, τί μᾶς χωρίζει ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, αὐτοὶ ἀπὸ μέσα των ἔχουν χαμένην τὴν ἰδικὴν τους πίστιν· καὶ πῶς ἠμποροῦν νὰ διαφεντεύσουν τὴν πίστιν τῆς Ἐκκλήσιας; Ὅσοι εἰς τοὺς διαχριστιανικοὺς λεγομένους διαλόγους καὶ τὰς διαθρησκειακᾶς των συναντήσεις προβλέπουν μὲ καλοδιάθετον πρόσωπον πρὸς τὴν αἵρεσιν, τὴν πλάνην ἢ τὴν ἐκκοσμίκευσιν, αὐτοὶ εἶναι ἀπὸ μέσα τους «θραυσμένοι» καὶ δι΄ αὐτῶν ἐπιδιώκεται νὰ περάση ἡ πλάνη τῶν αἱρετικῶν καὶ τὸ φρόνημα τοῦ κόσμου πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν.

Ἀπόψεις διαφορετικὲς ἀπὸ τὴν συγκεκριμένην πίστιν καὶ διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας συνιστοῦν πλάνην· ἡ δὲ χρόνιος ἐμμονὴ ἐν ἀμετανοησία εἰς τὴν πλάνην ὁδηγεῖ πρὸς τὴν αἵρεσιν καὶ τὸν ψυχικὸν θάνατον.
Ὁ ἄξιος τῆς Ἱερωσύνης κληρικὸς ὁμιλεῖ εἰς τὴν καρδίαν τοῦ λαοῦ, ὁ ἀνάξιος εἰς τὰ ἀκοᾶς του. Ὁ μὲν διὰ νὰ μεταδώση τὴν βιουμένην μετάνοιαν, ὁ δὲ νὰ δικαιολογήση τὴν ἀμετανοησίαν. Ἡ πράξις ὁμιλεῖ εἰς τὴν ψυχὴν πολὺ βαθύτερα καὶ πειστικώτερα ἀπὸ τὴν θεωρίαν. Ἡ ζωὴ τοῦ εὐσεβοῦς ἱερέως εἶναι ζῶσα ρητορικὴ δι΄ ἐκεῖνον ὅπου θέλει νὰ ἀκούση τὴν φωνὴν τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ μετανοήση, νὰ σωθῆ. Τὴν πρὸς Θεὸν οἰκείωσιν τῶν πιστῶν δὲν φέρει ἡ πολυμάθεια τοῦ νοῦ, ἀλλ΄ ἡ καθαιρομένη καρδιὰ τῶν εὐλαβῶς βιούντων.

Ἐὰν ὁ πρεσβευτὴς τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν κατέχη βιωματικῶς εἰς τὴν ἐνδοχώραν του τὴν ὄντως ζωήν, αὐτὴ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναβλύση τεχνηέντως οὔτε ἀπὸ τὴν εὐφράδειαν τῶν λόγων του, οὔτε ἀπὸ τὴν δεινότητα τῆς γραφίδος του. Ἡ εὐγλωττία ἔχει ἀξίαν καὶ δύναμιν, ἐφ΄ ὅσον ἀντικρύζεται μὲ τὴν ἀρετήν, τὴν φανερᾶν καὶ τὴν κρυπτήν.
Τὸ Εὐαγγέλιον θέλει ἐφαρμογήν, δὲν θέλει θεωρίαν.
Τὸ «πιστεύω» ἀνήκει πάντοτε εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι καὶ βιωματικῶς τὸ ἐκφράζουν.
Διὰ τοὺς Ἑλληνορθοδόξους ἡ πίστις δὲν εἶναι μία «θρησκεία», μία τῶν πολλῶν «ἐθελοθρησκεία», ἀλλὰ μία ἀναπνευστικὴ λειτουργία, ἀρχομένη ἀπὸ τοῦ Βαπτίσματος τῆς βρεφικῆς ἡλικίας καὶ ἐκτεινομένη, ἐὰν δὲν ἀνακοπῆ, εἰς τὸν μέλλοντα αἰώνα.

Τὰ δόγματα, ἡ Ἱερὰ Παράδοσις τῆς Ἐκκλήσιάς μας, εἶναι δι΄ αὐτὴν ὅ,τι τὸ αἷμα διὰ τὸν ἄνθρωπον καὶ τὰ ζῶα ἢ ὁ χυμὸς εἰς τὰ δένδρα καὶ τὰ φυτά· ἐὰν παύση νὰ κυκλοφορῆ, ἐπέρχεται ἐξάπαντος ὁ θάνατος, σύντομα ἢ ἀργότερα.
Εἰς τὴν πορείαν τῆς Ἐκκλησίας τὰ δόγματα ἐμφανίζονται, τὰ δόγματα καθορίζονται, ἀλλὰ τὰ δόγματα δὲν ἐξελίσσονται. Τὸ εὐσκιόφυλλον δένδρον τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν φυλλορροεῖ δογματικῶς κατὰ τὴν ροὴν τῶν αἰώνων. Καὶ τὴν Ὀρθοδοξίαν αὐτὴν ἐκπροσωποῦν ἐπαξίως ἐντὸς καὶ ἐκτὸς αὐτῆς οἱ διὰ τοῦ μαρτυρίου τῆς συνειδήσεώς των ἀποκτήσαντες τὴν ἔξωθεν μαρτυρίαν· οἱ δεξιοτέχναι εἰς τὸν χειρισμὸν τῆς ἀληθείας καὶ ἀνυποχώρητοι εἰς τὰ δελεάσματα ἢ φοβερισμοὺς τῶν αἱρέσεων καὶ τῆς πλάνης.
Τὰ δογματικὰ δὲν κατανοοῦνται ἀμοιβαίως, οὔτε διαπραγματεύονται συμβιβαστικῶς, ἀλλὰ πιστεύονται καὶ τηροῦνται ἀπαρεκκλίτως.

Ἡ φωνὴ τῶν Πατέρων ἠχεῖ ἀπ΄ αἰώνων ἡ αὐτή· «Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως». Ὑπὲρ πάσαν ἐγκόσμιον σκοπιμότητα δεσπόζει αὐτή, ἡ ἄνωθεν ἀλήθεια, ἡ μὴ ἐπιδεχομένη μηδεμίαν οὐσιώδη παραλλαγὴν ἢ τροπῆς τυχὸν ἀποσκίασμα.
Ἡ εὐκαμψία εἶναι μία χάρις εἰς τὸ σῶμα, μία ἀρετὴ διὰ τὸ πνεῦμα, ἀλλὰ ἕνα ἐλάττωμα διὰ τὴν συνείδησιν· ἐλάττωμα φοβερόν· θανατηφόρον.
Ὅπου δὲν ὑπάρχει πίστις καὶ πόθος κατὰ Θεόν, ἐκεῖ ὀφείλομεν νὰ ἐνθυμούμεθα τὸν λόγον τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ·
-Μὴ δίνετε τὰ ἅγια εἰς τοὺς καταφρονητᾶς.
Διότι ἄλλο εἶναι νὰ εὔχεται ὁ πιστὸς ὑπὲρ φωτισμοῦ τῶν ἀσεβούντων καὶ ἄλλο νὰ συνάπτη αὐτοὺς μὲ τοὺς εὐσεβεῖς χωρὶς νὰ ἔχουν μεταστραφὴ εἰς τὴν εὐσέβειαν δεόντως.
Βεβαίως ἡ θύρα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάντοτε δι΄ ὅλους ἀνοικτή, ἀλλ΄ ἐρχμένους ἐν συντριβῇ καρδίας διὰ μετανοίας πρὸς τὸ φῶς, ὄχι ἐμμένοντας εἰς τὸ σκότος πεισματικῶς.

Καὶ ταῦτα· - Ἡ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία ὀφείλει ἐπισήμως νὰ δηλώση εἰς τοὺς οἰκουμενικοὺς κύκλους τὴν ἀκράδαντον πεποίθησιν αὐτῆς, ὅτι ἀποτελεῖ «τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς» καὶ νὰ διακόψη τὴν συμμετοχὴν της εἰς τὰ οἰκουμενικὰ συνέδρια, τοὺς παπικοὺς καὶ λοιποὺς ἀνοιχτοὺς διαλόγους. Ἢ εἴμεθα αὐτὴ ἡ Μία καὶ Ἁγία ἢ εἴμεθα κλάδος καὶ παραφυὰς τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας. Ἕνα ἐκ τῶν δύο δέον νὰ συμβαίνη. Ἡ ἀθεολόγητος «θεωρία τῶν κλάδων» ἀποτελεῖ δεινὴν κατάλυσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας.
Τὰ ἀνωτέρω διετύπωνε ἀπεριφράστως ἤδη πρὸς 35ετίας θεολόγος καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὡς γνώστης τῆς Ἱστορίας τῶν Δογμάτων καὶ ἐκ πείρας περὶ τῆς οἰκουμενικῆς κινήσεως ὁμιλῶν.

Ἀλλ΄ εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο, ἰδιαιτέρως βαρύνουσα ἐκ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, προβάλλει ἡ γνώμη τοῦ Σταυρουπόλεως Μαξίμου, τοῦ Προέδρου τῶν τότε ἐκεῖθεν εἰς Ἅγιον Ὅρος ἀποστελλομένων Πατριαρχικῶν Ἐξαρχιῶν. – Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι μία Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὴ διετήρησεν ἀκριβῆ καὶ αὐθεντικὴν τὴν διδασκαλίαν τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν πρώτην αὐτῆς αἴγλιν καὶ καθαρότητα. Εἰς αὐτήν, περισσότερον ἀπὸ μίαν ἁπλὴν καὶ ἀδιάκοπον ἱστορικὴν συνέχειαν καὶ συνέπειαν, ὑπάρχει μία ὀντολογικὴ ταυτότης. Ἡ αὐτὴ πίστις, τὸ αὐτὸ πνεῦμα, τὸ αὐτὸ ἦθος. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ διακριτικὸν γνώρισμα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ αὐτὸ δικαιοὶ τὴν ἀξίωσιν αὐτῆς, ὅτι εἶναι καὶ παραμένει ἡ Ἐκκλησία. (Ἐπίσκεψις 227, Μάρτιος 1980).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου