Υπάρχουν πολλά κείμενα τοῦ ὁσίου Φιλοθέου πού ἀναφέρονται στίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί σε ἄλλες, στίς προσπάθειες τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα γιά ἕνωση τῶν «ἐκκλησιῶν» καί στους θεολογικούς διαλόγους μέ τούς αἱρετικούς.
Οἱ γνῶμες του ἀποκτοῦν ἐνισχυμένη ἐπικαιρότητα γιατί ἔχει ἤδη ἐξαγγελθῆ καί θά πραγματοποιηθεῖ στά Ἱεροσόλυμα στίς 25 Μαΐου συνάντηση τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου μέ τόν πάπα Φραγκίσκο, ἐπί τῇ ἐπετείῳ τῶν πενήντα ἐτῶν ἀπό τήν συνάντηση τοῦ πατριάρχου
Ἀθηναγόρα μέ τόν πάπα Παῦλο Στ´ τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964.
Ἡ συνάντηση ἐκείνη ἐπικρίθηκε δικαιολογημένα ἀπό τόν τότε ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χρυσόστομο Β´ Χατζησταύρου, τόν ἀπό Φιλίππων, πολλούς ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τό Ἅγιον Ὄρος, καί ἀπό τόν Γέροντα Φιλόθεο. Καί ἐνῶ σήμερα τά φιλοπαπικά καί οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα, μετά ἀπό πενήντα χρόνια, εἶναι ἀσυγκρίτως χειρότερα, λόγῳ τῆς οἰκουμενιστικῆς διαβρώσεως καί ἀλλοτριώσεως δέν ἀναμένονται δυστυχῶς ἀνάλογες ἀντιδράσεις. Ἐμεῖς ὅμως ἄς ἀκούσουμε τίς φωνές τῶν παλαιῶν, πού ἐκφράζουν τήν διαχρονική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καί τό φρόνημα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ἄς δοῦμε τί λέγει γιά τά θέματα αὐτά ὁ ὅσιος Φιλόθεος.
Ἀθηναγόρα μέ τόν πάπα Παῦλο Στ´ τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964.
Ἡ συνάντηση ἐκείνη ἐπικρίθηκε δικαιολογημένα ἀπό τόν τότε ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χρυσόστομο Β´ Χατζησταύρου, τόν ἀπό Φιλίππων, πολλούς ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τό Ἅγιον Ὄρος, καί ἀπό τόν Γέροντα Φιλόθεο. Καί ἐνῶ σήμερα τά φιλοπαπικά καί οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα, μετά ἀπό πενήντα χρόνια, εἶναι ἀσυγκρίτως χειρότερα, λόγῳ τῆς οἰκουμενιστικῆς διαβρώσεως καί ἀλλοτριώσεως δέν ἀναμένονται δυστυχῶς ἀνάλογες ἀντιδράσεις. Ἐμεῖς ὅμως ἄς ἀκούσουμε τίς φωνές τῶν παλαιῶν, πού ἐκφράζουν τήν διαχρονική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καί τό φρόνημα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ἄς δοῦμε τί λέγει γιά τά θέματα αὐτά ὁ ὅσιος Φιλόθεος.
Τό συνοπτικώτερο καί περιληπτικώτερο ὅλων εἶναι ἕνα γράμμα πού ἔστειλε ὁ ὅσιος Φιλόθεος πρός τόν πατριάρχη Ἀθηναγόρα, στό ὁποῖο τοῦ ἐπισημαίνει τούς κινδύνους ἀπό τίς ἀντικανονικές καί ἀντιπαραδοσιακές του πρωτοβουλίες γιά τήν ἕνωση τῶν «ἐκκλησιῶν».Τό κείμενο ἐγράφη μετά τή συνάντηση πατριάρχου καί πάπα στά Ἱεροσόλυμα τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964. Ἐπισημαίνει κατ᾽ ἀρχήν ὅτι εἶχε σκοπό να γράψει ἐνωρίτερα «ἐξ ἀφορμῆς τῶν ἐσπευσμένων καί ἀδιστάκτων ἐνεργειῶν» τοῦ Ἀθηναγόρα γιά τήν ἕνωση «τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας μετά τῆς κακοδόξου Παπικῆς». Δείχνει ἀπό τήν ἀρχή ποια εἶναι ἡ γνώμη του γιά τήν Ρώμη, την ἐκκλησία τὴν ὁποίαν ὀνομάζει «παπική» καί «κακό δοξη», δηλαδή αἱρετική, ὅπως τό λέγει σαφέστερα και αὐστηρότερα στή συνέχεια καί σε ἄλλα κείμενα. Ἀνέβαλε νά γράψει, διότι ἤδη εἶχαν γράψει ἐπιφανεῖς ἱεράρχες, ἐκλεκτοί κληρικοί, εὐσεβέστατοι καθηγηταί, ἐνάρετοι μοναχοί και λαϊκοί, λόγιοι καί διανοούμενοι ἐναντίον τῆς «βεβιασμένῳ τῷ τρόπῳ καί δουλι κῷ ψευδοενώσεως». Οἱ ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τῶν Ἑλλήνων, κληρικῶν καί λαϊκῶν, ἐθνικές συμφορές ἔπρεπε νά συνετίσουν τόν πατριάρχη καί, ἀντί να προωθεῖ τήν παράτολμη καί ψυχοβλαβέστατη ἀπόφασή του γιά ἕνωση μέ τόν πάπα, ἔπρεπε νά προσπαθήσει νά ἑνώσει προηγουμένως τά διεστῶτα μέσα στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, νά ἐπαναφέρει τήν ἑνότητα στήν Ἐκκλησία μας, μετά ἀπό τό σχίσμα καί τήν διαίρεση πού προκάλεσε «ἡ ἀπρομελέτητος, ἄσκοπος, ἄκαιρος καί διαβολική καινοτομία, ἤτοι ἡ εἰσαγωγή τοῦ Γρηγοριανοῦ (Παπικοῦ) ἡμερολογίου ὑπό τοῦ μασώνου προκατόχου σας Μελετίου Μεταξά κη, παρασύραντος τον τότε Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν Χρυσόστομον Παπαδόπουλον». Πρίν ἀπ᾽ ὅλα ὅμως καί πάνω ἀπ᾽ ὅλα ὁ ὕπατος τῆς Ὀρθοδοξίας πατριάρχης ἔπρεπε νά κηρύξει μετάνοια σέ ὁλόκληρη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία και στόν ἁμαρτωλό ἑλληνικό λαό, να δώσει τό σύνθημα τῆς ἐπιστροφῆς στόν Παντοκράτορα Κύριο, νά ἐπιδιώξει τήν φιλία καί τήν ἕνωση με τόν φιλοστοργότατο οὐράνιο Πατέρα, διότι ἡ καταφρόνηση τῶν θείων Του ἐντολῶν, ἡ ἀνυπακοή καί ἡ ἀγνωμοσύνη ὁδηγοῦν στά σχίσματα καί στίς διαιρέσεις. Αντί αὐτῶν τῶν θεαρέστων ἐνεργειῶν ὁ πατριάρχης ἐνισχύει το σχίσμα καί τήν διαίρεση στην Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μέ τό να σπεύδει «γοργῷ τῷ βήματι καί δουλικῷ τῷ φρονήματι» νά πραγματοποιήσει τήν ἀρχική του ὕποπτη ἀπόφαση γιά ψευδοένωση μέ τόν ψευδοαλάθητο πάπα, ὁ ὁποῖος μᾶς καλεῖ ὡς πεπλανημένους νά ἐπιστρέψουμε στήν παπική μάνδρα. Ἐπειδή, λοιπόν, ἐξετίμησε ὁ ὅσιος Φιλόθεος ὅτι τόν πατριάρχη δέν τον ἀπασχολεῖ νά ἐπιτύχει, πρίν ἀπό κάθε ἄλλη ἕνωση, τήν οὐσιαστική ἕνωση καί φιλία μέ τόν Τριαδικό Θεό και τήν ἐπαναφορά τῆς ἑνότητος στην Ὀρθόδοξη καί πολυπαθῆ Ἑλλαδική Ἐκκλησία, πού διαιρέθηκε λόγῳ τοῦ ἡμερολογίου, ἀναγκάσθηκε νά γράψει τό γράμμα φοβούμενος ὅτι θα ἁμαρτήσει, ἐάν σιωπήσει καί δεν ὁμολογήσει τήν ἀλήθεια. Καί ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἄφησε ὁ πατριάρχης τόν λύκο νά ἁρπάζει καί νά διασκορπίζει τά πρόβατα πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος, καί ἡ μόνη του φροντίδα εἶναι πῶς «παντί σθένει και τρόπῳ» θά ἐπιτύχει τήν ἕνωση και τήν ὑποταγή καί τοῦ ἰδίου καί τοῦ ποιμνίου στόν πάπα.
Τό ποίμνιο, ὅμως εἶναι λογικό καί δέν θά ἀκούσει πλέον τήν ἀλλότρια φωνή του, θά τόν ἀκολουθήσουν μόνον τά ἐκτός τῆς αὐλῆς τοῦ Χριστοῦ πρόβατα, «τά ἐκ τῆς παπικῆς καί λουθηροκαλβινικῆς μάνδρας, τά ἑτεροδόξως καί κακοδόξως φρονοῦντα».Ἐκεῖ λοιπόν συμπερασματικά διαπιστώνει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὅτι «ἐν ὅσῳ τά κύρια αἴτια τοῦ χωρισμοῦ μένωσι τά αὐτά, αἱ δέ Ἐκκλησίαι ἀνέχονται τά ἑαυτῶν, ἡ ἕνωσις εἶναι ἀδύνατος· ἵνα θεμελιωθῆ αὕτη, πρέπει να στηρίζεται ἐπί τῶν αὐτῶν ἀρχῶν, ἄλλως πᾶς πόνος μάταιος». Η Ένωση εἶναι καλόν νά γίνει, ἀλλά νά γίνει ὅπως τήν θέλει ὁ Χριστός, κατά Χριστόν, μακρυά ἀπό κάθε κοσμική σκοπιμότητα καί κάθε συμβιβασμό. Δέν ὠφελεῖ ἁπλῶς μία ἐξωτερική ἕνωση, ὅπως ἐπιδιώχθηκε πολλές φορές καί ἀπέτυχε. Ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τῶν ἑνωτικῶν προσπαθειῶν ἀπό τό 1054 μέχρι σήμερα δείχνει ὅτι ἐπιδιώκεται ἡ ὑποταγή τῶν Ὀρθοδόξων στόν πάπα. Ἐπί δέκα αἰῶνες κάνουμε θεολογικό διάλογο μαζί τους, καί τά ἀποτελέσματα τῶν διαλόγων δέν εἶναι ἁπλῶς μηδαμινά, ἀλλά καί ἀντίθετα προς ὅσα περιμέναμε. Ὑπάρχει ἄλλωστε τό λυπηρό γεγονός, πού μᾶς καθιστᾶ διστακτικούς, ἡ ὕπαρξη καί ἡ ἐνίσχυση ἀπό τούς πάπες τῆς προβατόσχημης, ἁρπακτικῆς καί ἄγριας λύκαινας, τῆς Οὐνίας, ἡ ὁποία δηλητηριάζει τίς σχέσεις μεταξύ τῶν δύο πλευρῶν. Πρίν ἀπό κάθε ἑνωτική προσπάθεια ἔπρεπε ὁ πατριάρχης να θέσει δύο ὅρους γιά τήν ἔναρξη τῶν συζητήσεων· τήν ἄμεση διάλυση τῆς Οὐνίας καί τήν ὑποχρέωση τοῦ πάπα νά ἐγκαταλείψει τό πρωτεῖο καί νά δεχθεῖ ὅτι εἶναι ἰσότιμος με τούς ἄλλους πατριάρχες καί ἔτσι να συμπεριφέρεται καί στίς συναντήσεις καί ὄχι ὡς με γαλόψυχος πατέρας πού δέχεται τούς ἀσώτους υἱούς στήν ἀγκαλιά τῆς Ρώμης.Δέν ὑπάρχει ἀληθινός Χριστιανός πού μένει ἀσυγκίνητος μπροστά στήν χριστοπόθητη εὐχή τῆς ἑνώσεως, «ἀρκεῖ ὑπό τό γλυκύτατον ὄνομα αὐτῆς νά μή ὑποκρύπτεται δόλος καί ἐπονείδιστος ὑποδούλωσις».Ὁ Θεός ἔθεσε τήν Ἐκκλησία μέσα στόν κόσμο, καί ὁ Σατανᾶς προσπαθεῖ νά θέσει τόν κόσμο μέσα στην Ἐκκλησία. Μέ τήν ἀντικανονική και πρωτότυπη συνάντησή του μέ τον πάπα στά Ἱεροσόλυμα ὁ πατριάρχης δέν πέτυχε ἀπολύτως τίποτε.Ἀντίθετα ἐνίσχυσε ἐν πρώτοις τήν λατινική θέση ὅτι ἐμεῖς οἱ «σχισματικοί» προστρέχουμε νά ἑνωθοῦμε μέ τον πάπα καί δεύτερον μέ τούς θεαματικούς, ἐξεζητημένους ἀσπασμούς,τούς γλοιώδεις ἐναγκαλισμούς και τήν ἐναντίον τῶν ἱερῶν κανόνων ἀνταλλαγή δώρων ἔγινε πολύ πιο μεγάλος ὁ κίνδυνος, διότι στήν ψυχή τῶν πιστῶν ἀμβλύνεται ἡ συνείδηση ὅτι οἱ Παπικοί εἶναι αἱρετικοί. Ὁ διάλογος, οἱ συμπροσευχές, οἱ δωροληψίες, οἱ ἐλευθεριάζουσες καινοτομίες εἶναι ἀσυγχώρητες, διότι νοθεύουν καί ἀλλοιώνουν τά παραδεδεγμένα ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους Πατέρες, ἀπό Οἰκουμενικές καί Τοπικές Συνόδους.
Ὅταν τούς κολακεύει ὁ πατριάρχης, τούς βλάπτει, διότι ὅπως ἤδη διεπίστωσε ὁ Μ. Βασίλειος «θεραπευόμενα τά ὑπερήφανα ἤθη αὐτῶν ὑπεροπτικώτερα γίνεσθαι πέφυκε» καί «ἐάν ἐπιμείνῃ ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ ποία βοήθεια ἡμῖν ἐκ τῆς δυτικῆς ὀφρύος;».Τελειώνει τήν ἐπιστολή του αὐτή πρός τόν Ἀθηναγόρα ὁ ὅσιος Φιλόθεος γράφοντας ὅτι τό πρωταρχικό κύριο μέλημά μας πρέπει νά εἶναι τό πῶς θά ἐξιλεώσουμε τόν παροργισμένο γιά τίς ἁμαρτίες μας Κύριο καί θά τον καταστήσουμε εὐμενῆ καί εὐδιάλλακτο. Κορυφώνοντας δέ τήν παρρησία καί τήν ὁμολογητική του διάθεση,ὅπως ἔπραξε σέ ἀνάλογης σημασίας ἐπιστολή του πρός τόν Ἀθηναγόρα καί ὁ γέροντας Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, γράφει τά ἑξῆς ἀποκαλυπτικά ἐπι καλούμενος καί την Ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου: «Ὁμολογουμένως φοβοῦμαι πώς διά τό ἀτυχές Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ἀλλά καί δι᾽ ἄλλας περιπτώσεις, ἐπαναλαμβάνεται το Γραφικόν “οἱ ἱερεῖς ἠθέτησαν νόμον μου καί ἐβεβήλωσαν τά ἅγιά μου.Ἀναμέσον ἁγίου καί βεβήλου οὐ διέστειλαν”. Βλέπω δέ μέ τούς νοερούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς μου καί ἀκούωμέ τά ὦτα τῆς καρδίας μου –φοβερόν καί νά τό εἴπω!- τόν ἄγγελον τῆς Ἀποκαλύψεως νά λέγη εἰς τόν πρῶτον τῆς Ὀρθοδοξίας: “Μνημόνευε πόθεν πέπτωκας καί μετανόησον... εἰ δέ μη ἔρχομαί σοι ταχύ καί κινήσω τήν λυχνίαν σου ἐκ τοῦ τόπου αὐτῆς, ἐάν μη μετανοήσης” (Ἀποκ. 2, 5). Ὁποία ἔκπτωσις! Ὁποία συμφορά».
Ορθόδοξος Τύπος, 23/5/2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου